
Ζωή Δικταίου
Τις νύχτες του Δεκέμβρη, λένε πως ξυπνούν,
τους ακούνε από μακριά,
ώρες που η βροχή ανοίγει και κλείνει τα μνήματα,
τινάζουν το χώμα από τις κόγχες
το παχνισμένο βλέμμα ντύνεται ουρανό,
περιμένουν κάμποσο, αρμολογούνται,
τα σκυλιά αλυχτούν, μεσάνυχτα,
κάτι παραπάνω καταλαβαίνουν τα ζωντανά,
κι αυτοί θαρρείς έχουν ξεχάσει
πως πάνε χρόνια που μόνο ο θάνατος χαράζει στα ματοτσίνορα,
μουρμουρίζουν, καταριούνται, δακρύζουν,

κι ύστερα, στο πρώτο σάλπισμα,
παίρνουν πίσω το χαμένο ανάστημα, γιγαντώνονται,
βιάζονται, σκοντάφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο
τρέχουν ασώματοι,
πότε με βλαστήμιες κι άλλοτε με συγγνώμες
ψάχνουν τα χέρια, τα πόδια, τα κεφάλια τους,
φορούν όπως — όπως τις μπαλωμένες κάλτσες,
τις λιωμένες αρβύλες, τις πληγές,
τη χλαίνη φορτωμένη παλιό χιόνι της Μουργκάνας
και σε μιαν έκσταση απελπισιάς και λύτρωσης,
εξόριστοι από τη ζωή,
γυαλίζουν τις ξιφολόγχες,
εδώ στους Φιλιάτες, χρονιάρες μέρες,
νύχτες του Δεκέμβρη,
εδώ στο στρατιωτικό νεκροταφείο, οι άγνωστοι,
στο προσκλητήριο των Χριστουγέννων φωνάζουν «Παρών»
όσο κι αν εσύ αρνείσαι να το πιστέψεις.
Σχολιάστε