
Γεννήθηκε στην Πλεσίβιτσα Φιλιατών το 1988. Ήταν δευτερότοκος γιός του Πλεσιβιτσιώτη Ευάγγελου Μπούλμου, αργότερα ο ίδιος άλλαξε το επώνυμο σε Ευαγγελίδης, χρησιμοποιώντας το μικρό όνομα του πατέρα του. Το σπίτι που γεννήθηκε είναι στην 7η οδό αριθμό 8 και τώρα ανήκει στον Γεώργιο Νικ. Κοντογιάννη, μας πληροφορεί ο Γιάννης Πέγκας στο σπουδαίο για την Πλεσίβιτσα βιβλίο του. Στο χωριό έμαθε τα πρώτα γράμματα και συνέχισε την βασική του εκπαίδευση στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Φιλιππούπολης. Σε αυτή την πόλη της Βουλγαρίας διέμεναν τότε αρκετοί συγγενείς και χωριανοί του, μέλη της εκεί ανθούσας ελληνικής παροικίας. Συνέχισε τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τμήμα Αρχαιολογίας και μετά την αποφοίτησή του το 1908 προσλήφθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Εργάστηκε αρχικά ως επιμελητής και έπειτα ως έφορος αρχαιοτήτων σε αρχαιολογικούς χώρους της Πελοποννήσου (Μυκήνες, Επίδαυρος και Σπάρτη).
Μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων στάλθηκε από το Υπουργείο Παιδείας στην Ήπειρο όπου έκανε καταγραφή και μελέτη των αρχαιολογικών και μεσαιωνικών μνημείων της ευρύτερης περιοχής ενώ το διάστημα 1915-1929 κατείχε τη θέση του έφορου αρχαιοτήτων των νησιών του Αιγαίου, με έδρα τη Λέσβο. Ως αρχαιολόγος διεύθυνε επί σειρά ετών αρχαιολογικές ανασκαφές στην Δωδώνη 1929-33, Παραμυθιά, Λέσβο, Χίο κ.α
Ενδιάμεσα πήγε στην Ευρώπη όπου μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια του Μονάχου, του Βερολίνου και του Παρισιού, ενώ παράλληλα μελέτησε τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της Ιταλίας.
Το 1929 εκλέχτηκε έκτακτος καθηγητής της Ιστορίας της αρχαίας τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εκφωνώντας παράλληλα στο πανεπιστήμιο τον εναρκτήριο λόγο της Πρωτοχρονιάς του 1930. Στο ίδιο πανεπιστήμιο έγινε αργότερα τακτικός της Ιστορίας της βυζαντινής τέχνης και καθηγητής αρχαιολογίας. Το 1941 λόγω προβλημάτων υγείας αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του και να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Το 1942 ανέλαβε τη διεύθυνση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών και αργότερα της Εθνικής Πινακοθήκης της Ελλάδας από 26/8/1945μέχρι 28/2/47. Υπήρξε επίσης πρόεδρος του Διεθνούς Συνδέσμου Κριτικών της Τέχνης και με αυτή την ιδιότητα εκπροσώπησε την Ελλάδα σε διάφορα συνέδρια. Παράλληλα διετέλεσε ιστορικός Τέχνης στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο μέχρι το 1958, που συνταξιοδοτήθηκε.
Σπουδαία υπήρξε και η βιβλιογραφία του Ευαγγελίδη, βιβλίων κυρίως ιστορικού, αρχαιολογικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος, μεταξύ των οποίων «Η Βόρειος Ήπειρος» (Αθήνα, 1919), «Εισαγωγή στην ιστορία της τέχνης» (1931), «Οι αρχαίοι κάτοικοι της Ηπείρου και άλλα μελετήματα» (Ιωάννινα, 1962), «Η Ελληνική τέχνη» (Αθήνα, 1969) κ.ά. Επίσης δημοσίευσε μελέτες σε περιοδικά και εφημερίδες όπως ο Νέος Ελληνομνήμων, τα Ηπειρωτικά Χρονικά, η Αρχαιολογική Εφημερίς, το Αρχαιολογικόν Δελτίον, το Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας κλπ.
Στα φοιτητικά κυρίως χρόνια έγραφε με το φιλολογικό ψευδώνυμο Μήτσης Καλαμάς, ποιήματα και διηγήματα που δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως ο «Νούμας», «Ηγησώ» και τα «Γράμματα», καθώς και Επιφυλλίδας στις εφημερίδες «Έθνος», «Νέα» κλπ.
Ως Ηπειρώτης ο Ευαγγελίδης διατηρούσε στενή ψυχική επαφή με τον κόσμο, με τον τόπον και με τους ξενιτεμένους. Κόσμησε με τη συμμετοχή του τις μεγάλες Ηπειρώτικες Οργανώσεις, με ηγετική θέση στην Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία κλπ.
Ως Θεσπρωτός συμμετείχε και έπαιρνε θέση για τα μεγάλα τοπικά ζητήματα, όπως και για τα αρχαιολογικά θέματα, γράφοντας συχνά στις τοπικές εφημερίδες της Ηπείρου και της Θεσπρωτίας και πάντα ονειρευόταν ανασκαφές στην Θεσπρωτία. Επίσης, είχε ηγετική θέση στον Σύλλογο Πρόνοιας του Νοσοκομείου Φιλιατών, την Ομοσπονδία Θεσπρωτών και έχαιρε εκτίμησης από όλο τον κόσμο- ο οποίος θρήνησε για την απώλειά του στις 22 Νοέμβρη του 1959. Όπως τον θρήνησε και όλη η Ελλάδα τον Ευαγγελίδη- την απώλεια μια πανελλήνιου εμβέλειας πνευματική φυσιογνωμία. Το δε πολύμορφο έργον του, του έδωσε μια εξέχουσα θέση στον επιστημονικό κόσμο της χώρας. -Γιώργος Κώτσης-
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...