
του Παύλου Σπίτα- δάσκαλου
«Οι άντρες έλειπαν για δουλειές. Δε ξέραμε πότε θα γυρίσουν. Που και που, έστελναν λίγα χρήματα. Τα περιμέναμε, ως μάνα εξ ουρανού. Οι γυναίκες, μαζί με τα παιδιά, ζούσαν όλοι μαζί στα πεθερικά. Ο πεθερός τύραννος, κάθε μέρα μοίραζε τα καθήκοντα. Όταν έβγαινε το φαγητό, έτρεχαν τα παιδιά και κάθονταν γύρω από το ταψί. Επέβλεπε η γιαγιά. Πρώτα, έπρεπε να φάνε τ’ αγόρια. Αν άφηναν κάτι, έτρωγαν και τα θηλυκά. Αν κάποιο κορίτσι, άπλωνε το χέρι, η γιαγιά το χτυπούσε με το μασιά.»
Όσοι μας αφηγήθηκαν αυτή την ιστορία μιλάνε για τη ζωή στο χωριό, πριν από αρκετές δεκαετίες. Ένα ορεινό χωριό που δημιουργήθηκε την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Τα σπίτια του, στριμωγμένα στην πλαγιά του βουνού, με παράθυρα μικρά σαν πολεμίστρες. Στους πρόποδες του βουνού, σχηματίζονταν δύο μικρές κοιλάδες.
Οι κάτοικοι, ήταν υποχρεωμένοι για να επιβιώσουν, να αξιοποιούν κάθε εκατοστό εδάφους.
Οι δύσκολες συνθήκες ζωής, επέβαλαν την αλληλεγγύη και την συλλογικότητα.
Όλες οι πόρτες του χωριού, ήταν ανοιχτές, σ’ όσους ζητούσαν φιλοξενία. Πίστευαν βαθιά, πως η Παναγία η ίδια χτυπούσε την πόρτα τους και αλλοίμονο σ’ αυτόν, που δεν θα της άνοιγε.
Τα παιδιά μεγάλωναν, ακούγοντας ιστορίες από τις γιαγιάδες, για ένα καταραμένο χωριό, όπου κανένα σπίτι δεν άνοιξε, για να προσφέρει ένα ποτήρι νερό στην Παναγία, που είχε πάρει την μορφή ζητιάνου. Tην επόμενη μέρα, βρύσες και πηγάδια ξεράθηκαν και τα σπίτια ένα ένα άρχισαν να καταρρέουν.
Σ’ αυτή τη μικρή κοινωνία, δεν υπήρχε θέση για τον έρωτα, την επιθυμία. Η ερωτική πράξη ήταν ένα αναγκαίο και δυσάρεστο καθήκον με σκοπό την αναπαραγωγή. Αν σε κάποια γυναίκα, ξέφευγαν σημάδια ευχαρίστηση, ο άνδρας της, την έφτυνε.
Ο γάμος ήταν υπόθεση των γονέων. Τις περισσότερες φορές, το προξενιό γινότανε σε πολύ μικρή ηλικία. Τώρα αν την πρώτη νύχτα του γάμου, η νύφη ήταν ‘πειραγμένη’, τότε με βάση έναν άγραφο κώδικα τιμής, ο γαμπρός έπρεπε να την παραδώσει στο σόι της, σφαγμένη. O ίδιος κώδικας τιμής, τιμωρούσε με θάνατο απιστία, παράνομες και ανάρμοστες σχέσεις.
Πολλές αθώες γυναίκες, θυσιάστηκαν σ’ αυτό το βωμό του αίματος. Θύματα της σκοτεινιάς της ανθρώπινης ψυχής που εύκολα αποδέχεται οποιαδήποτε αρνητική φήμη για τον άλλο. Μιας σκοτεινής δύναμης, αμείλικτης που διψάει για αίμα. Μιας δύναμης που σπρώχνει τα θύματά της να σκοτώσουν, για να μην ντροπιαστούν. Βεβαίως μετά το έγκλημα, ακολουθούν υποκριτικές εκδηλώσεις συμπόνιας, μοιρολόγια για το θύμα, και κατάρες για το φονιά.
Η ανατολή και η δύση του ήλιου, η εναλλαγή των εποχών έδιναν τον ρυθμό στη ζωή και τις ασχολίες των κατοίκων. Δύο ώρες πριν την ανατολή την ίδια σχεδόν στιγμή, άσπρος καπνός έβγαινε από όλα τα τζάκια. Οι γυναίκες άναβαν το τζάκι και ετοίμαζαν το πρωινό που ήταν τραχανάς, γάλα και τσάι του βουνού. Μετά από μια παρατεταμένη κανονικότητα, χωρίς γεγονότα, όταν όλοι διαισθάνονταν ότι οι δραστηριότητες της μιάς ημέρας, θα επαναλαμβάνονταν αενάως, τότε όλα άλλαξαν.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, οι κάτοικοι του χωριού, ξύπνησαν από μία μουσική που δεν είχαν ποτέ ξανακούσει. Πετάχτηκαν έξω από τα σπίτια τους, οι περισσότεροι έκαναν τον σταυρό τους. Ήταν η πρώτη μέρα που μύρισε Άνοιξη, μετά από ένα βαρύ χειμώνα. O ήλιος σηκώθηκε βαριεστημένα πίσω από τους λόφους, ρίχνοντας προνομιακά τις πρώτες του ακτίνες στο κεντρικό μονοπάτι του χωριού σαν ένας τεράστιος προβολέας. Από εκεί ξεπρόβαλε ένας θεόρατος άντρας, o Κήφης, με μακριά χρυσά μαλλιά, ίδιος αρχαίος θεός. Δεξιά και αριστερά του, δύο τεράστια σκυλιά. Πίσω του ακολουθούσε το κοπάδι. Οι κάτοικοι πρώτη φορά έβλεπαν τέτοια ράτσα. Ζώα μεγαλύτερα από τα ντόπια, όλο υγεία και ζωηράδα. Το ένα καλύτερο από το άλλο. Όλα τους είχαν κρεμασμένο στο λαιμό τους ένα κυπρί. Κάθε κυπρί έβγαζε διαφορετική νότα. Καθώς περνούσαν από το κέντρο του χωριού, αυτή η μελωδία ήταν μαγευτική. Ο Κήφης χαιρέτησε με ευγένεια τους κατοίκους και οδήγησε το κοπάδι προς το κοντινό οροπέδιο.
Το χωριό αναστατώθηκε. Άλλοι μιλούσαν για μάγους και ξωτικά, άλλοι για θαύμα. Οι κάτοικοι έχασαν τον ρυθμό τους. H αυστηρή καθημερινή ρουτίνα κατέρρευσε.
Έτσι κύλησε αυτή η παράξενη μέρα.
Η νύχτα έφερε μαζί της φαντασιώσεις, ενοχές και φόβο, δυσκολεύοντας τον ύπνο ιδιαίτερα για τις γυναίκες, που αποτελούσαν την μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων. Οι άντρες τους ήταν ξενιτεμένοι για χρόνια, έτσι έπρεπε να τα κάνουν όλα μόνες τους. Το μεγαλύτερο βάρος που έπρεπε να διαχειριστούν δεν ήταν η σκληρή δουλειά, ήταν η απάνθρωπη και αφύσικη αγιοποίησή τους, η εικόνα μιας νέας γυναίκας χωρίς ερωτική επιθυμία.
Μια τέτοια νέα γυναίκα ήταν η Μαρία. Ήταν το αγαπημένο παιδί του χωριού. Πανέμορφη και τολμηρή, όλο ευγένεια και καλοσύνη. Δεν είχε κακή κουβέντα για κανένα, βοηθούσε τους πάντες, ειδικά τους ανήμπορους. Είχε το χάρισμα η παρουσία της, το χαμόγελό της, να αφαιρεί το σταθερό φορτίο πόνου, που κουβαλάει ο κάθε άνθρωπος. Μικροπαντρεμένη με προξενιό, με τον άντρα της ξενιτεμένο. Αγαπούσε τους γονείς της πολύ. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί, ότι θα μπορούσε ν’αμφισβητήσει την θέλησή τους. Ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό της, ότι θα μπορούσε ν’αγνοήσει τους δρακόντιους, άγραφους νόμους του χωριού και να ντροπιάσει την οικογένειά της.
Η Μαρία δεν έκλεισε μάτι όλη την νύχτα. Η εικόνα του Κήφη δε μπορούσε να φύγει από το μυαλό της. Πάλεψε να την διώξει, αγωνίστηκε, σκεφτόταν την οικογένειά της, τον άντρα της, το χωριό, μάταια, η εικόνα εκεί, ακλόνητη. Η Μαρία έχασε τον έλεγχο. Ξύπνησε η επιθυμία, κυριάρχησαν οι φαντασιώσεις. Ανακάλυπτε ένα απωθημένο κομμάτι του εαυτού, που αγνοούσε την ύπαρξή του. Αποκαμωμένη υποτάχτηκε ολοκληρωτικά στο άγριο κάλεσμα του Κήφη.
Η Μαρία ξεκίνησε τα χαράματα για το οροπέδιο. Από μακριά άκουγε τη μουσική από τους κύπρους, περπατούσε σα μαγεμένη. Καθώς βάδιζε αργά, μηχανικά, εικόνες ακάλεστες πλημμύρισαν το μυαλό της. Έβλεπε, ζούσε ένα αλλόκοτο παιχνίδι που έπαιζε με τα αγόρια του χωριού. Πρώτα έψαχναν για να βρούνε φωλιές από κεντρίνες ή σφήκες. Προτιμούσαν σφήκες. Έκοβαν μικρά κλαδιά. Ακολουθούσε έφοδος. Όλα τα παιδιά με τα κλαδιά στα χέρια έτρεχαν φωνάζοντας αέρα και με τα κλαδιά γκρέμιζαν τις φωλιές. Η Μαρία ξαναζούσε αυτήν ακριβώς την στιγμή της εφόδου. Άγρια χαρά, μεθύσι, ένταση, απόλυτη αδιαφορία για τις συνέπειες. Έφοδος προς την αυτοκαταστροφή ή το μεγαλείο.
Καθώς η Μαρία πλησίαζε στο οροπέδιο είδε να τρέχουν προς το μέρος της τα δύο τεράστια σκυλιά. Συνέχισε να περπατάει, εκείνα άνοιξαν το δρόμο για να περάσει. Παρατηρούσε μια πρώιμη άνθιση φυτών και λουλουδιών. Το βαθύ κόκκινο της παπαρούνας είχε κυριαρχήσει. Η Μαρία τρόμαξε από την ομορφιά. Στο βάθος οι βελανιδιές είχαν γονατίσει και μπλέξει τα κλαδιά τους. Αυτή ήταν η “ζωντανή” καλύβα του Κήφη. Ένα μονοπάτι από παπαρούνες, οδηγούσε στην είσοδο της καλύβας. Ο Κήφης την περίμενε……..
Η ισχυρή επιρροή του Κήφη δεν περιορίστηκε στην Μαρία.
Τις επόμενες μέρες και εβδομάδες, οι περισσότερες γυναίκες του χωριού πέρασαν από την καλύβα του. Τα σκυλιά επέτρεπαν μόνο στις γυναίκες να περάσουν. Ο Κήφης δεν έδειχνε καμία ιδιαίτερη προτίμηση, δεν δημιουργούσε δεσμούς, προσέφερε τον εαυτό του απλά και φυσικά με τον ίδιο ενθουσιασμό σ’ όμορφες και άσχημες, νέες και ηλικιωμένες. Όπως προσέφερε τον εαυτό του έτσι μοίραζε και τα υπάρχοντά του. Δεν είχε το αίσθημα της ιδιοκτησίας.
Οι επόμενοι μήνες, ήταν μήνες ευημερίας για το χωριό. Τα χωράφια, έδιναν διπλάσια σοδιά. Τα ζώα, έδιναν άφθονο κρέας και γάλα. Για πρώτη φορά, γέμισαν οι αποθήκες.
Για πρώτη φορά, έβλεπες πρόσωπα χαρούμενα και ευχαριστημένα.
Υπήρχε όμως και η άλλη πλευρά. Ο παπάς του χωριού, από την πρώτη μέρα, είδε στο πρόσωπο του Κήφη τον πειρασμό. Φώναξε δυνατά, ότι ο θεός τον έστειλε για να δοκιμάσει την πίστη τους. Τον παρουσίαζε, ως δαίμονα της αρχαίας θρησκείας, μιας θρησκείας που λάτρευε το ανθρώπινο σώμα και τις ηδονές. Ένα πρωινό, ξεκίνησε ν’ αντιμετωπίσει το δαίμονα, με όλα τα ιερά του σύνεργα. Τα σκυλιά όμως, δεν τον άφησαν να πλησιάσει.
Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, ήταν φυσικό, οι γυναίκες επισκέπτριες της καλύβας του Κήφη, να είναι πολύ προσεκτικές. Όλες, εκτός από τη Μαρία. Ήταν πολύ μικρή και πολύ αθώα, για να κρύψει τον έρωτά της και την ευτυχία της. Ήταν πολύ μικρή και πολύ αθώα, για να υποκρίνεται. Έτσι έκοψε κάθε επαφή με τον άντρα της και τα πεθερικά της. Δεν απαντούσε στα γράμματά του. Δεν άκουγε τις όλο αγωνία προειδοποιήσεις, της μικρότερης αδερφής της. Συνέχιζε και πύκνωνε τις επισκέψεις στην καλύβα.
Μια μέρα, την ώρα που έκοβε ξύλα στον λόγγο, ο πεθερός της, όπως λένε οι αφηγητές αυτής της ιστορίας, «την λιάνισε με το κασάρι». Την ώρα που το αθώο αίμα της Μαρίας, πότιζε το χώμα, όλα άλλαζαν στο χωριό. Όλα τα σπαρτά μαράθηκαν, και όπως λένε οι αφηγητές «το γάλα έγινε φαρμάκι». Κάθε σταγόνα αίμα της Μαρίας, ήταν και μια ρυτίδα για το αγέραστο πρόσωπο του Κήφη. Σε μια στιγμή γέρασε αφάνταστα. Κάποιος του φώναξε: Kήφη, τη Μαρία, τη σφάξανε. Ο Κήφης γονάτισε, κάποιοι λένε, ότι τον κατάπιε η γης.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Written
on 20/05/2020