(Απο το φύλλο 2 του Αυγούστου 199
Με το πίσω πόδι σηκωμένο…
Είμαι αραχτός, δικέ μου, πλατειά μεριά και κάνω χάζι με τους φερτικούς, καθότι να πούμε, πρέπει να γνωρίζει ο πάσα ένας τι κόσμος κυκλοφοράει και να παίρνει τα μέτρα του.
Και ξαφνικά, να πούμε, ακούγεται ένας πιτσιρικάς να φωνάζει: «Μαμά, ένας σκύλος». Όπα της λέω, το νου σου μεγάλε, να βγάλουμε και σήμερα τον άρτον τον επιούσιον, καθότι ο μικρός ξηγιότανε σουβλάκι πίτα. Η μαμά, να πούμε Μάλμπορο και φραπεδιά, φουστανάκι με σκίσιμο μέχρι βρακί, γυαλάκι ψηλά σαν ηλιακό θερμοσίφωνα και δίπλα ο πατήρ, ένας σάχλας με κοντοβράκι και ποδάρια, να πούμε παρενθέσεις.
Αμέσως, παίρνω ύψος, δικέ μου. ξέρεις, τα πίσω πόδια στην κοιλιά, τα μπροστινά σταυρωμένα μπροστά, κεφάλι ακουμπισμένο στα πόδια, αυτιά κάτω, ουρά κούνημα από τη μέση και πίσω και μπάνισμα, να πούμε, λάγνο και ερωτικό.
Ξηγιέται καλά, να πούμε, το μωρό, χλαπακιάζω το σουβλάκι κι αυτό κάνει χάζι, αρχινάει να με χαϊδεύει και το παίρνει μάτι η μαμά και βάζει τις φωνές «άντε πλύσου είναι βρώμικος» και με χτυπάει να πούμε στο φιλότιμο, διότι κυρά μου, βρομιάρα είσαι και φαίνεσαι και τι πρέπει δηλαδή, κάθε φορά που ένας σκύλος γλείφει έναν άνθρωπο να κάνει γαργάρες; Την κάνω να πούμε γιατί είμαι και νευρικό άτομο, και στην τσίλια είμαι να της ξηγηθώ αγκωνιά και να τρέχει ακόμα.
Πιάνω λοιπόν πάρκινγκ, δίπλα στους Μουλουκούκηδες για ησυχία, όχι ότι συμπαθάνε τους σκύλους, αυτοί να πούμε δεν θέλουνε τα άντερά τους αλλά δεν έχουν επαφή με το περιβάλλον λες και είναι στην εντατική και δεν με ενοχλούν.
Λέγανε, το λοιπόν, πως θα κυβερνούσανε το Δήμο και άλλα τέτοια και τέλος το γυρίσανε στο Ωδείο, γιατί να πούμε, ένας Δημοτικός Σύμβουλος παύλα Μετεωρολόγος, είπε ότι πρέπει να κλείσει. Να σου τα πω εγώ, δικέ μου, τα πράματα και τα ξέρεις γιατί ο καθένας λέει την κοτσάνα του.
Φτιάξανε. μόρτη μου, τα ανήλικα να πούμε στο τέλος και θέλανε οι μεγάλοι να δείξουνε στους γονέους ότι τα παιδάκια γίνανε εξαπτέρυγα στη μουζική. Αριβάρισε το λοιπόν και η κερία με τα σκουλαρίκια από Γιάννινα μεριά, και βάζανε τα μωρά να παίζουνε και λέγανε τι παίζει το καθένα, γιατί αν δεν σου λέγανε τι παίζει δεν καταλάβαινες, και μια μαμά την πήρανε τα κλάματα από τη συγκίνησης και ο μπαμπάς της έλεγε «μη κλαις θα κάνουμε άλλο», γιατί νόμισε ότι έκλαιγε με τα χάλια της μικράς, διότι η κερία είχε μεγάλες γνώσεις μουσικής, αφού για να καταλάβεις, δεν είχε αφήσει πανηγύρι από Σμέρτο μέχρι Κουρεμάδι.
Και στο τέλος, μόρτη, τραγουδάγανε τα μωρά «τι καλά, τι καλά, σκίζει η βάρκα τα ύδατα» και την πιάνει την κερία με τα σκουλαρίκια και το γύρισε στο χορό «ώρε του Χρήστου η μητέρα εκάθητο παρά την όχθην του ποταμού» και για κερασάκι, να πούμε, λέει θα ακούσετε το «Άγγιγμα Ψυχής», αλλά της την κοπανίσανε οι παπάδες και είχε συμφωνήσει για ντεκόρ γιατί είχανε εσπερινό, ενώ εάν είχε βάλει, να πούμε, το «Ψίθυροι καρδιάς» δεν θα είχε τι να κάνει τους γύφτους. Και μετά, δικέ μου, βγήκε ένας και του χώθηκε του Δημάρχου στην τσίτα και κάτι του έλεγε για πεπόνια και έγινε η φτιάξη μανάβικο. Αυτά, γίνανε δικέ μου και άμα θέλεις τη γνώμη μου, ντάξει, δεν θα μαθαίνουμε και στα ανήλικα Μουτόβεν, που μόλις άκουσε τη μουσική που έγραψε κουφάθηκε. Τώρα, χωρίς πλάκα, αυτό δεν είναι Ωδείο, αυτό είναι… άντε μη πω καμία λέξη και κάνω ομοιοκαταληξία, και με πούνε αισχρό.
Για την φιλαρμονική θα του κουβεντιάσουμε την άλλη φορά, γιατί τούτοι, δικέ μου, που βγάζουνε τη φημερίδα, όλο κόψε και κόψε είναι, και δε χωράει να σου τα πω όλα.
Από το Δήμο τώρα, μεγάλε, τα πράγματα όπως τα ξέρεις. Πάει το «ομόφωνα» βρόντος, γιατί μόρτη μου, για να κάνεις αντιπολίτεψη, πρέπει να διαθέτεις κώλο, είδος σπάνιο, να πούμε, και να ενδιαφερθούν παρακαλώ οι οικολογικές οργανώσεις. Κάτι πάει να ανακατώσει, ο γιατρός, αλλά του λένε το ιστορικό της ασθένειας λάθος, οπότε λάθος και διάγνωση προτεινόμενη θεραπεία ντεπόν, τρεις φορές την ημέρα που δεν πειράζει και το στομάχι.
Λένε τώρα, δικέ μου, ότι οι συνοριακοί δεν ψηφίσανε ΠΑΣΟΚ στις εκλογές. Και πολύ καλά κάνανε. Διότι ρε μάγκα, πώς τα παίρνεις τα παιδιά από τις καφετέριες ε; Τα αρώτηξες; Δεν τα αρώτηξες; Και πού τα στέλνεις, μόρτη μου, μέσα στις λαγκαδιές να πούμε, χωρίς το φραπέ τους, χωρίς το σκατς τους, χωρίς τα έτσι τους. Αφού δεν σας δείρανε, να πούμε, να είστε και φχαριστημένοι και δεν θέλω, ξανά να ακούσω γκρίνιες.
Και σφίξανε, δικέ μου, οι ζέστες, πλακώσανε να πούμε οι μετανάστες με τις νοικιασμένες τις Μερσεντάρες, μάρκο να πούμε, στα κλαρίνα και στην αλλοδαπή, να πούμε, φασιόλος ο κοινός ο αεριούχος και όσοι Δημοτικοί Σύμβουλοι το βάλανε αμέτι μωχαμέτι να ξαναβγούνε στις άλλες εκλογές να τρέχουνε να μην χάσουνε και ναά μάσα στο έτσι και πρώτο τραπέζι πίστα, μεγάλε, διότι άμα έχεις φλάντζα αρπαγμένη με την εξουσία, μπορείς να γίνεις ρεζίλης των σκυλιώνε.
Σε αφήνω τώρα μόρτη, γιατί, σε λίγο θα περάσει η Λούση, να πούμε, και πρέπει να της την πέσω δια το πονηρόν. Τον άλλο μήνα τα ξαναλέμε.
Ο Αδέσποτος


Written
on 09/02/2013