Του ΠΟΛ ΜΑΝΤΕΛΟΥ

Ήτανε γύρω στο 1951-53 που η πατρίδα είχε καλέσει στο στρατό τον γείτονα μου Παναγιώτη Νάστο (Γιώτη) και μαζί με αυτόν και τον φίλο Γρηγόρη Μεμμή (Γόρε). Και τους δυο τους στείλανε στο πόλεμο της Κορέας. Στο Φιλιάτι τον Γιώτη τον περίμενε η γυναίκα του με τα δυο μικρά παιδιά και η γριά μάννα του η Τάντω. Τον Γόρε τον περίμενε η σύζυγός του η Μάλιω που η κακομοίρα είχε πρόβλημα και στα δυο πόδια και κούτσαινε- παιδιά δεν είχανε. Κάποια μέρα επέστρεψαν από την Κορέα στην Αθήνα και πήγαν στο πόδι τους άλλοι. Στην επιστροφή λοιπόν τους περίμεναν και του υποδέχθηκαν με τιμές ηρώων, με μουσικές, με παράσημα και κάποια λίγα λεφτά. Σαν γύρισαν οι δυο δικοί μας στο Φιλιάτι, με τις αμερικάνικες στρατιωτικές στολές τις καλοκαιρινές που φορούσαν, με τα καρφιτσωμένα παράσημα, τα σκαρπίνια στα πόδια, το δίκοχο καπέλο, μας φάνταζαν σαν πρίγκιπες που βλέπαμε στο σινεμά.

Ο Γόρες με την Μάλιω του κάθε μέρα, επί ένα μήνα σχεδόν έρχονταν επίσκεψη στο Γιωτη- στον συμπολεμιστή του και γείτονα μου. Αφού έπιναν το καφεδάκι τους κι έτρωγαν το λουκούμι- κομμένο στη μέση γιατί ήταν ακριβό- άρχιζαν κι δυο τις ιστορίες για τις μέρες που πέρασαν στην Κορέα. Ο Γιώτης ήτανε τραυματισμένος, το έπαθα έλεγε όταν συνέλαβα 30 εχθρούς. Ήμουν καλά καμουφλαρισμένος και τους αιφνιδίασα, τους είπα mantso symena= αλτ δηλαδή, soun tourou= ψηλά τα χέρια, korakta= περπατάτε, kouma samita- sem sem= προχωράτε πειθαρχημένα σιγά σιγά. Αλλά μόλις κόντευα να φτάσω στη διοίκησή μας δέχτηκα πυρά από ελεύθερο σκοπευτή που ήταν πάνω σε δέντρο. Το αίμα μου έτρεχε αλλά δεν έχασα τη ψυχραιμία μου του έριξα χειροβομβίδα και ανατίναξα κι αυτόν και το δέντρο. Όταν έφτασα στη διοίκηση λιποθύμησα κι έκατσα 5 μήνες νοσοκομείο. Εμείς ακούγαμε με θαυμασμό και με το στόμα ανοικτό τις ιστορίες. Ο Γόρες μας είπε ότι «εγώ έλαβα μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. Σε μια μάχη που είχε σκοτωθεί ο λοχαγός μας ανέλαβα εγώ. Μπήκα στο πολυβολείο που ήταν νεκροί οι δικοί μας και πήρα τον ασύρματο γαρ γαρ το χερούλι και ήρθα σε επαφή με την διοίκηση στο Ανόι (Γόρες καλεί Ανόι) και τους είπα εδώ έχουμε πολλές απώλειες κάτι πρέπει να γίνει. Και τότε μου είπανε αυτοί ότι θα βομβαρδίσουν (Ανόι καλεί Γόρε) κι εγώ τους είπα οκ βομβαρδίστε θα βρούμε τρόπο να προφυλαχτούμε (οκ Γόρες αλλάζει ντούφα). Τότε που τα έλεγαν πράγματι τους θαυμάζαμε και τους τιμούσαμε κι εμείς. Οι ιστορίες όμως τελειώνουν, όπως και όλα τα καλά. Έτσι κι δυο φίλοι μπήκαν στη βιοπάλη της ζωής και τον αγώνα της επιβίωσης. Μόνο κανα πειραχτήρι σαν τον Τάσιο Σιάτα τους θύμιζε καμιά φορά τα κατορθώματα, περισσότερο για να γελάσουμε κι όχι από κακία- Sem sem Γιώτη, Γόρες καλεί Ανόι και τέτοια.
Σχολιάστε