ΑΝΑΡΤΗΣΕ: Χανιά Παρών

Υπάρχουν στιγμές που η πραγματικότητα δεν χρειάζεται σχολιαστή· αυτοσαρκάζεται μόνη της. Μια τέτοια στιγμή ήταν η πρόσφατη εμφάνιση του Πάνου Ρούτσι σε νυχτερινό κέντρο, με φώτα, κάμερες, δηλώσεις και μια Άντζελα Δημητρίου να μιλά από σκηνής για «στήριξη». Ο άνθρωπος που μέχρι πριν λίγες εβδομάδες δήλωνε ότι δεν αντέχει ούτε να σταθεί όρθιος από τον πόνο, εμφανίστηκε τώρα χαμογελαστός, με ποτάκι στο χέρι και με τις κάμερες να τον κυνηγούν σαν να ήταν καλλιτέχνης της πίστας. Το πρόβλημα δεν είναι ότι βγήκε· κανείς δεν έχει δικαίωμα να φυλακίσει έναν άνθρωπο στο πένθος του. Το πρόβλημα είναι το περιβάλλον που επέλεξε — ένας χώρος έκθεσης, θεάματος, λάμψης, εκεί όπου η ανθρώπινη τραγωδία χάνεται κάτω από τα προβολέα.
Ο ίδιος, βέβαια, απάντησε με το γνωστό ύφος: «Δεν έχει δικαίωμα ο χαροκαμένος πατέρας να πιει ένα ποτό;» Φυσικά και έχει. Αλλά η συζήτηση δεν είναι για το ποτό. Είναι για την εικόνα. Για το πόσο συμβαδίζει η δημόσια στάση που ο ίδιος επέλεξε με τις πράξεις του. Είναι άλλο να βγαίνεις για να ανασάνεις, και άλλο να εκτίθεσαι στο πιο φωτογραφημένο περιβάλλον της πόλης, την ώρα που η εκταφή του παιδιού σου —με δικές σου δηλώσεις— παραμένει σε εκκρεμότητα.
Και εδώ υπάρχει κάτι που, ας είμαστε ειλικρινείς, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Η Άντζελα Δημητρίου, από την πίστα των προβολέων, είπε ότι «στενοχωριέται όταν βλέπει έναν νέο πατέρα που έχασε παιδί». Μόνο που… δεν τον «είδε». Σε τέτοιους χώρους, με τα φώτα κατάματα, δεν βλέπεις ούτε το πρώτο τραπέζι, πόσο μάλλον ποιος κάθεται από κάτω. Αυτό σημαίνει ένα πράγμα: κάποιος την ενημέρωσε ότι ο Ρούτσι ήταν εκεί. Κανείς τραγουδιστής δεν έχει υπερφυσική όραση στις πίστες. Άρα, η παρουσία του δεν ήταν μια απλή, ήσυχη έξοδος. Ήταν μια δημόσια εμφάνιση που κατασκευάστηκε εκείνη τη στιγμή γύρω του, με συμμετοχή και της σκηνής. Και αυτό λέει πολλά.
Την ίδια ώρα, ο ίδιος παραδέχεται: «Καταθέσαμε αίτηση εκταφής και περιμένουμε από τον εισαγγελέα να ορίσει ημερομηνία. Έχουμε ορίσει δικό μας πραγματογνώμονα». Με άλλα λόγια: μετά από εβδομάδες δραματοποίησης και αντιπαραθέσεων, τίποτα δεν έχει συμβεί ακόμη. Μόνο φωνές — και τώρα και φωτορυθμικά.
Και εδώ φτάνουμε στην ουσία. Η τραγωδία των Τεμπών δεν είναι προσωπικό αφήγημα κανενός. Δεν είναι μικροφιλόδοξη πλατφόρμα, ούτε πεδίο ατομικής προβολής. Είναι εθνικό τραύμα. Είναι 57 νεκροί. Είναι οικογένειες που δεν έβγαλαν ούτε μία φωτογραφία, που δεν εμφανίστηκαν ποτέ σε κάμερες, που παλεύουν στη σιωπή — με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η Μαρία Καρυστιανού και ο Παύλος Ασλανίδης, που επέλεξαν την οδό της δημοσιότητας. Όλοι οι υπόλοιποι παραμένουν αθέατοι, κουβαλώντας τον πόνο τους χωρίς μικρόφωνα, χωρίς προβολείς, χωρίς σκηνές και νυχτερινές πίστες. Κι αυτό κάνει ακόμη πιο δυσάρεστη την εικόνα ενός ανθρώπου που μιλά για «πόνο» μπροστά στις κάμερες και λίγες ώρες μετά βρίσκεται κάτω από τα φώτα ενός κέντρου διασκέδασης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο πόνος του είναι ψεύτικος. Σημαίνει κάτι πιο απλό και πιο σκληρό: ότι όταν επιλέγεις να γίνεις δημόσιο πρόσωπο —για τον οποιονδήποτε λόγο— η δημόσια εικόνα σου κρίνεται ως τέτοια. Όχι ως ιδιώτη που θέλει ένα ποτό, αλλά ως σύμβολο μιας υπόθεσης που ξεπερνά κατά πολύ το άτομό σου. Κι όταν η υπόθεση είναι τα Τέμπη, η ευθύνη είναι μεγαλύτερη από ένα τραπέζι πρώτης σειράς και ένα χαμόγελο στις κάμερες.
Η κοινωνία δεν ζητά από κανέναν να σταματήσει να ζει. Ζητά μόνο ένα πράγμα: συνέπεια. Και η συνέπεια δεν βρίσκεται στα σκυλάδικα. Βρίσκεται στην αξιοπρέπεια, στη σοβαρότητα και στον σιωπηλό σεβασμό που απαιτούν οι νεκροί.
Σχολιάστε