«Συνεχίζεις δρόμους που δεν διάλεξες, στέκεσαι, αφουγκράζεσαι τα πατήματα της καρδιάς σου/ μελετάς, τις συγκυρίες, τις ήττες, τα φαντάσματα, κοιτάζεις πίσω, μετά τον ορίζοντα και συνεχίζεις.» Γιάννης Βέλλης
«Μπερδεμένα χρόνια, μαζεύονται ή απλώνονται, παράξενα μουρμουρίζουν/ αφήνουν ελπίδες, μετά τις πατάνε, αισιόδοξα ξυπνάς, αισιόδοξα κοιμάσαι, χωρίς αποτέλεσμα/ στιγμές αδιάθετες, απλόχερα χαμένες, σε κυνηγάνε, μόνη διέξοδος η φυγή προς τα μπρος ή προς τα πίσω/ χαμένα τα ενδιάμεσα διαστήματα, παρωδία ο διάλογος με τις εποχές, ξέρανε τι πούλησαν, τι έχασαν/ και το αποτέλεσμα, λίγες λέξεις αραδιασμένες σε μια ξεχασμένη ιστορία.» Γιάννης Βέλλης
«Πάλι κρατάς τις σημειώσεις σου κοιτάς τον ήλιο, μπερδεύεσαι και μαζεύεσαι στη σκιά σου αδιάφορος ο κόσμος, χωρίς αγάπη.» Γιάννης Βέλλης
«Αναγεννιέται, ο κόσμος; ποιος νοιάζεται/ είμαστε, λουλούδια του αγρού, μας πατάνε, στο κάθε τους αδιάφορο πέρασμα/ νερό των ποταμών, λερωμένο πια από χιλιάδες αδικίες, νεκρό από ψάρια, ζωή/ βαθιά θάλασσα, πνιγμένη σε ξεβαμμένα πλαστικά, μα και τοξικά στερεότυπα/ δάση παλιά, καμένα, κομμένα στα μέτρα του πειρασμού, μιας στοχευμένης εκμετάλλευσης/ ένας παραλογισμός η ανανέωση, περισσότερο η διάρκεια, όσο επιμένει να αναρωτιέται/ Αναγεννιέται, ο κόσμος; ποιος νοιάζεται.» Γιάννης Βέλλης
«Πόσα αδιαμαρτύρητα χρόνια, να κρατήσεις;Πόσους συμβιβασμούς; αδιέξοδο.» Γιάννης Βέλλης
«Διχασμένοι -μέρες τώρα- σχολίαζαν, διεκδικούσαν την πατρότητα μιας λύσης/ δικής τους, ασταμάτητα φλυαρούσαν, όσο έκλειναν τα αυτιά να μην ακούν/ τα μάτια να μη βλέπουν, αιώνιοι μονόλογοι μελαγχολίας κυριαρχούσαν/ ασύστολα ψεύδη ανταλλάσσονταν, επίδειξη δύναμης στις συγκυρίες/ καμιά θεώρηση για το μέλλον και τις ανάγκες μας, αβεβαιότητα πικρή/ ήταν παράλογο να ελπίζουμε, είχαμε ίσως κακούς γονείς, αδιόρθωτους/ έρχονταν τα χρόνια βλάστημα και μας μισούσαν τακτικά/ λες και εμείς χαλάσαμε, το πέλαγος ή τη στεριά, ασυνέπεια/ μια μόλυνση συνέπειες, σαν αύρα τοξικών ταξίδευε, ταλαιπωρούσε/ αδιέξοδο βίωμα, ντυμένο ευλαβικά με μπόλικη δόξα και θάνατο.» Γιάννης Βέλλης
«Τα τίποτα γεμίσανε τον κόσμο, τόσο ψηλά που στέκονται, τι βλέπεις; τίποτα.» Γιάννης Βέλλης
Σχολιάστε