ΑΝΑΡΤΗΣΕ:

Ηπειρωτική Εταιρεία
ΕΥΑΓΓ. ΜΠΟΓΚΑ
Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 22αν ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
Ἤμουνα ἕνας ἀπὸ τούς πολιορκημένους στὰ Γιάννινα κατὰ τὴ γιγαντομαχία τοῦ Μπιζανιοῦ. Ἡ Μπιζάνη λέγανε τότε στὰ Γιάννινα. Μέ τον πόλεμο, ἡ Μπιζάνη ἄλλαξε γένος καὶ γίνηκε τὸ Μπιζάνι. Γιατί, οί ‘Έλληνες δὲν ἔβλεπαν μπροστά τους τὴ Μπιζάνη, τὸ χωριουδάκι μὲ τὰ 30 σπίτια, πού βρισκόταν στὸ πίσω μέρος, ἀλλά τὸ βουνό, τὸ πολυθρύλητο ὀχυρωμένο Μπιζάνι, ποὺ τοὺς ἀνέκοψε τὴ θριαμβευτικὴ πορεία.
Παιδί αμούστακο, σχεδόν, τότε καὶ μὴ ἔχοντας λόγω καὶ τοῦ πολέμου ἀσχολίες, ἔβγαινα μέ φίλους καί πρώην συμμαθητάς στὴν ἄκρη τῆς πολιτείας σ’ ένα ψηλό μέρος κοντά στὴν ἐκκλησία τῆς Περίλεφτης. Πηγαίναμε καὶ καθόμαστε σέ ἕνα βράχο ποὺ τὸν εἶχαν κάνει κούφιον οί λατόμοι. Στὰ «μαντέμια», λέγαμε παλιότερα. Τὸν βράχο αὐτόν τὸν διαλέξαμε γιατὶ ἀπάγγειος ἦταν, ἀλλὰ πρὸ παντὸς γιατὶ δὲν εἶχε ἐμπόδια μπροστά. Ἀπὸ κεῖ βλέπαμε ὅλον τὸν κάμπο τοῦ Γιαννίνου καὶ στὴν ἄκρη του, σὰν ἡμικύκλιο, ὅλη τὴν ὀχυρωματικὴ γραμμὴ τῶν Τούρκων. Ἀριστερὰ, ἡ Γαστρίτσα ποὺ ὑπεράσπιζε ὁ Βεχήπ, ἀντ)χης, ἀδελφὸς τοῦ ἀρχιστρατήγου Ἰσσάτ πασᾶ, δεξιά, ἡ Μανωλιάσσα, ὁ Ἅη – Νικόλας καὶ ἡ Δουρούτη, καὶ στὸ κέντρο τὸ «ἀνδροφόνον» Μπιζάνι, ποὺ ἔφρασσε τὸ δρόμο γιὰ τὸν κάμπο, γιὰ τὰ Γιάννινα. Ὁ βράχος στὰ πρόχειρα ἀμφιθεατρικὰ καθίσματά του χωροῦσε καμμιὰ πενηνταριὰ νοματέους. ’Εκείνη τὴν ἡμέρα ὅμως —παραμονή, 20 Φεβρουάριου 1913— εἶχε σκεπαστεῖ ἀπό «παρατηρητάς». Γιατί, τὸ κανονίδι ἦταν ἀσυνήθιστο καὶ πιὸ κοντινό. Ἀκουόντουσαν τώρα καὶ ντουφέκια.
Βέβαια, κάναμε πολὺ τὸν θαρραλέο. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ποῦμε καὶ τὴν ἀλήθεια. Εἴτε, γιατὶ ὁ Ἰσσάτ ἦταν ἀγαθός, εἴτε γιατὶ εἶχαν τὴ βαλαντούρα τοῦ πολέμου, εἴτε καὶ γιατὶ τὸ ἠθικό τους ἦταν πεσμένο κι’ ἔπρεπε νὰ τὰ ἔχουν καλά μὲ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἧττας τους, ποὺ τὴ θεωροῦσαν καὶ οἱ ἴδιοι σίγουρη, οἱ Τοῦρκοι δὲν μᾶς πείραζαν καὶ δὲν μᾶς ἀπαγόρευαν νὰ παρακολουθοῦμε τὴ γιγαντομαχία ἀπὸ πολλὲς ἑβδομάδες τώρα.
Θὰ ἦταν κατὰ τὶς 4 τὸ ἀπόγευμα. Ὁ Ἥλιος λίγο ἤθελε γιὰ νὰ κρυφτῆ πίσω ἀπὸ τὴν Ὀλύτσικα. Νοιώθαμε καλά ὅτι γινόταν μεγάλη ἐπίθεση, ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ ὅσεc εἶχαν γίνει ὅλο τὸ χειμῶνα. Νοιώθαμε ἀκόμα ὅτι ἡ ἡμερα τῆς λευτεριᾶς ζύγωνε. Ἀλλὰ κανένας ἀπὸ τοὺς «παρατηρητάς» τοῦ βράχου δὲ φανταζόταν ὅτι ἦταν κι’ ὅλας ἡ ἴδια ἐκείνη ἡμέρα. Τὸ Μπιζάνι βροντοῦσε ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Τὰ συννεφάκια ἀπὸ τὸ σκάσιμο τῶν ὀβίδων του στὴν κορυφὴ τῆς
– – – – – – – – – – – – – –
(1) Ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ δημοσίευμά μου ἔχει δημοσιευτεί καὶ στὸ ΒΗΜΑ τῆς 2 1 – 2 – 1961. Τοῦτο εἶναι σχεδόν διπλάσιο ἐκείνου μὲ τὶς προσθῆκες ποὺ τοῦ ἔκανα.
Μανωλιάσσας πρόδιναν ὅτι ἡ κορυφογραμμή της εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ τους Ἕλληνας, οἱ ὁποῖοι καὶ μᾶς ἀντίκρυζαν τώρα. Τά συννεφάκια ὅσο ή ώρα προχωροῦσε, τόσο κατἐβαιναν πρὸς τὶς πλαγιές. Αὐτὸ μαρτυροῦσε ὅτι τὰ Ἑλληνόπουλα κατέβαιναν γοργά πρὸς τὸν κάμπο, καταδιώκοντας τοὺς Τούρκους, ἀλλά καὶ γιὰ νὰ προφυλαχτοῦν καὶ ἀπὸ τὰ πλαγινά πυροβόλα τοῦ Μπιζανιοῦ, ποὺ θέριζαν. Ἀπάνω στὸ βράχο γινήκαμε τότε ὅλοι μεμιᾶς ἐπιτελικοὶ. Ὁ γιατρὸς ὁ Μπαμπασίκας (μακαρίτης), κι΄ ὁ Τάκης ὁ Πανούσης —τώρα άπόστρατος ἀξιωματικός— σημειώνουν μικρούς καπνούς στὸν ἀέρα ἀπάνω ἀπὸ τὸ Μπιζάνι καὶ φωνάζουν: Σράπνες, ἑλληνικά (ὀβίδες έπισκεπτικές). Ὁ γράφων εἶδε 1,2,3,4 λάμψες διαδοχικὲς ἀπὸ ἐκπυρσοκρότηση πυροβόλων στὸ δεξιὸ χαμηλὸ πλευρὸ τοῦ Μπιζανιοῦ καὶ μετὰ λίγα δευτερόλεπτα ἰσάριθμους καπνοὺς στὴν πλαγιὰ τῆς Μανωλιάσσας. ’Αλλ’ εἶδε καὶ σχεδὸν ἀμέσως νὰ βουβαίνωνται τὰ κανόνια αὐτά. Βουβάθηκαν γιατὶ γύρω τους ἄρχιζαν νὰ φαίνονται ἄλλα συννεφάκια ἀπὸ ἐκρήξεις ἑλληνικῶν αὐτὴ τὴ φορὰ ὀβίδων. ‘Έβγαλε τότε τὸ συμπέρασμα ὅτι οί δικοί μας ἀπό παρατηρητήριο ποὺ θὰ έγκατέστησαν στὴν κορυφὴ τῆς Μανωλιάσσας ἔβλεπαν σὲ πιὸ σημεῖο ἐξακολουθοῦσε νὰ ἐκπυρσοκροτεῖ τὸ Μπιζάνι καὶ καθοδηγοῦσαν τὴ βολὴ τῶν ἑλληνικών κανονιῶν γιὰ νὰ σταματήσει τὸ φονικὸ πῦρ, ὅπως καὶ σταμάτησε. (Σημ. Ἀκουόντουσαν τότε τὰ ὀνόματα τῶν Διαλέτη καὶ Ταβουλάρη ὡς ἀρίστων ἀξιωματικῶν τοῦ πυροβολικοῦ). Ὅταν ἀργότερα μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση, ἀνέβηκα στὸ Μπιζάνι, τὰ εἶδα αὐτὰ τὰ πλαγινὰ κανόνια. Ἦταν ταχυβόλα, βαλμένα σὲ τάφους στὰ μισὰ τοῦ δρόμου ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κορυφὴ στὸ Μπιζάνι. Ἄλλη μιὰ πυροβολαρχία ἀπὸ τέτοια ταχυβόλα ἦταν στὴν ἀντίθετη πλευρά τοῦ Μπιζανιοῦ καὶ σὲ μέρος ἀθέατο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ποῦ κατῆχαν τὰ Κατσανοχώρια. Τὸ πυροβολεῖο αὐτὸ οἱ Ἕλληνες τὸ εἶχαν ὀνομάσει τότε «Σκύλλα», γιατὶ ἐνῶ τὰ μεγάλα τοπομαχικὰ τῆς κορυφῆς μποροῦσαν καὶ τὰ τσάκιζαν μὲ τὰ ἕλληνικά τοῦ Ροβίλιαστου καὶ τῆς Κανέτας, τὴ «Σκύλλα» ποὺ τοὺς ἔκανε μεγάλες ζημιὲς δὲ μποροῦσαν νὰ τὴν πετύχουν, γιατὶ, ὅπως κι’ ἐγὼ εἶδα, ἦταν σὲ πίσω καὶ κατωφερικὸ μέρος, σὲ «βαϊστόβ καὶ συνεπῶς ἀπρόσβλητο.
Ἀλλὰ πιὸ ἐδῶ τώρα, στὰ ὀχυρὰ τῆς Ραψίστας καὶ τῆς Δουρούτης γινόντουσαν σπουδαιότερα πράγματα. Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει πιὰ καὶ δὲ μᾶς ἐμπόδιζε νὰ βλέπουμε. Ἀρχίζουμε νὰ διακρίνουμε καθαρά, ἀπὸ ἀπόσταση 3 – 4 χιλιομέτρων, τοὺς πρώτους ἀσύντακτους Τούρκους νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸ βουνὸ τῆς Ραψίστας (τώρα Πεδινῆς) καὶ τῆς Δουρούτης στὸν κάμπο. Οἱ ὀβίδες τώρα ποὺ πέφτουν στὸν κάμπο, πρέπει νὰ ἦταν ἑλληνικές, διαπιστώνουν οἱ «ἐπιτελεῖς» τοῦ βράχου. Ζήτω! Τοὺς πήραμε φαλάγγι, τοὺς πήραμε σβάρνα… Μᾶς συνεπῆρε ὁ ἐνθουσιασμὸς, ὁ γνώριμος ἐνθουσιασμὸς ἀπὸ τούς πετροπόλεμους ποὺ κάναμε μὲ τὰ Τουρκόπουλα, στὰ Μιζάρια καὶ στὴν Κιάφα τῆς Καλούτσιας καὶ στὸ βουνὸ τῆς Καραβατιᾶς. Οἱ ἑκατοντάδες τῶν Τούρκων ὅλο καὶ πληθαίνουν. Γίνονται χιλιάδες. Ὁ κάμπος μαυρίζει. Ὅλα διαδραματίζονταν τόσο σύντομα καὶ ἡ ἑλληνική δόξα προχωροῦσε τόσο γοργά! Ἀρχίζουμε τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο. Τὸ στοχασμὸ τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητοῦ: Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη, ποὺ μὲ βιὰ μετρᾶ τὴ γῆ…», τὸν βλέπουμε τώρα μὲ τὰ μάτια μας χειροπιαστό. Ἀθάνατη Λευτεριά! Τὰ μπουλούκια τῶν Τούρκων συνέχιζαν τὴν ὀπισθοχώρηση κατὰ τὰ Γιάννινα. Μπροστά μας καὶ σὲ ἀπόσταση ὄχι μεγαλύτερη ἀπὸ 250 μ. ἀπάνω σὲ μιὰ παληὰ ντάπια τοῦ Βοημούνδου, ὁ Ἐσσὰτ εἶχε τοποθετήσει ἕνα μυδραλλιοβόλο γυρισμένο κατὰ τὸν κάμπο καὶ μὲ μὸνο χειριστὴ ἕναν τσαούση, (λοχία) γνωστὸ ἀπὸ τὶς σκληρότητες του στὸ Ζαγόρι. Αὐτὸς ἦταν ὁ στρατονόμος τῆς περιοχῆς. Εἶχε ἐντολή, φαίνεται, νὰ τουφεκίζει κάθε φυγάδα τοῦ μετώπου. Γιατί, τὸν βλέπαμε νὰ κάνει σπασμωδικὲς κινήσεις, μιὰ νὰ πιάνει καὶ μιὰ ν’ ἄφήνει τὸ μυδραλλιοβόλο, καθὼς ἔβλεπε τὰ μπουλούκια νὰ ζυγώνουν. Ἡ διαταγὴ του ἔλεγε: Χτύπα! Ἀλλὰ ποιόν; Δὲν ἦταν ἕνας, ἡ μυρμηγκιὰ ποὺ πλησίαζε. Ἦταν χιλιάδες, ἦταν τὸ δυτικὸ τούρκικο μέτωπο ποὺ κατάρρεε. Ἐκεῖνο πού τοῦ ἔμεινε τώρα ἦταν νὰ προστεθεῖ κι’ αὐτὸς στὰ μπουλούκια. Ἀλλὰ μερικὲς σφαῖορες ἀπὸ μάουζερ ποὺ σφυρίζουν ἀπάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας μᾶς θυμίζουν ὅτι τὸ παρακάναμε πιά.
* * *
Ἀφήνουμε τώρα τὸ βράχο καὶ γυρίζουμε στὴν πόλη μέσα, μὲ ἀνάμικτα συναισθήματα ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγωνία. Ἀμπαρωθήκαμε. Οἱ αὐλὲς τῶν σπιτιῶν γέμισαν αὐτιἀ τεντωμένα. Στὴν πόλη ἡσυχία ἀπόλυτη. Τὰ κανόνια καὶ τὰ τουφέκια στὰ βουνὰ καὶ στὸν κάμπο λιγόστευαν. Νύχτωσε. Οἱ Τοῦρκοι ἀρχίζουν νὰ μπαίνουν στὴν πόλη. Ξεχύνονται στὶς πρῶτες συνοικίες. Τὴ Λούτσα καὶ τὴν Καλούτσια, ὅπού καὶ τὸ πατρικό μου. Δὲ φαίνονται γιὰ Ἀρβανῖτες, ἀλλ’ ἀγαθοὶ Ἀνατολῖτες. Γιατὶ δὲν ἀκοῦμε φωνὲς καὶ σπασίματα μαγαζιῶν, ὅποιος γινόταν κάθε φορά ποὺ περνοῦσαν Ἀρβανῖτες κάνοντας «λιμούρα» (λεηλασία). Κάτω, στὸ «Παζάρι» μάθαμε τὴν ἄλλη ὅτι τή νύχτα ἔσπασαν μαγαζιά, έβαλαν φωτιές. Στὸ «Παζάρι» μάθαμε τήν άλλη μέρα ὅτι τὴ νύχτα ἔσπασαν μαγαζιά, ἔβαλαν φωτιές.
Ὁ Ἰσσὰτ τὸ κακὸ τὸ σταμάτησε, ἔχοντας τὸ Στρατηγεῖο του πίσω ἀπὸ τὸ Μπιζάνι, δηλαδὴ ἀνάμεσα Μπιζάνι καὶ Ἁγιάννη τῆς Μπουνίλας στὴ θέση «Πέτρα», βλέποντας τὸ ἀπόγευμα τὸ κινηγητὸ τῶν δικῶν του στὸν κάμπο, ἔσπευσε κατὰ τὸ σουρούπωμα νὰ μπει μὲ τὸ ἐπιτελεῖο του στὰ Γιάννινα. Τὸν εἴδαν μερικοὶ νὰ μπαίνει βιαστικὸς ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Λούτσας. Δοκίμασε κι’ ὁ Βεχὴπ πασᾶς σὲ λίγο νὰ μπεῖ ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς Κατσικᾶς, ἀλλὰ τοῦ εἶχαν κόψει πιὰ τὸ δρόμο (οἱ Ἕλληνες καὶ ἀναγκάστηκε, ὅπως διηγήθηκε ὁ ἴδιος, νὰ γυρίσει καὶ νὰ μπεῖ στὰ Γιάννινα μὲ βάρκα ἀπὸ τὴ λίμνη.
Χτυπάει κάποια φορά ή πόρτα μας.
-Ποιος;
Ἐκμὲκ (=ψωμί) ἀκούεται στὸ σκοτάδι μιὰ φωνὴ ἀδύνατη. Ὁ πεινασμένος Τοῦρκος πρόσφερε τώρα τὸ ὅπλο του γιὰ λίγο ψωμί. Μποροῦσε νὰ μὴν πεινάσει, ἄν ἦταν Γερμανός. Ἄλλ’ ὁ Ἐσσάτ, ἄν καὶ σπουδασμένος στὴ Γερμανία, δὲν τοὺς μιμήθηκε. Δέν ἔμοιαζε οὔτε κὰν τοὺς συμπολίτες του Τουρκογιαννιώτες. Τὰ εὐγενικὰ του χαρακτηριστικὰ, τὸ ρόδινο λεπτό του δέρμα πρόδιναν τή ζαγορίσια καταγωγή του. Ἀπόγονος τῆς ἀρχοντικῆς γιαννιώτικης οἰκογένειας τῶν Γλυκήδων, τῶν ξακουστῶν τυπογράφων τῆς Βενετιᾶς καὶ μὲ ἄλλους προγόνους στὴν ἀριστοκρατικὴ Μπούλτζη τοῦ Ζαγοριοῦ, μποροῦσε νὰ γίνει, σὰν ἐξωμότης, σκληρὸς γιὰ τὰ Γιάννινα τύραννος, ὅπως καὶ ἄλλοι Τουρκογιανιῶτες. ’Αλλά δέν τὸ θέλησε. Κι’ ὅταν ὁ Κεμάλ ἀνάγκαζε τοὺς Τούρκους νά πάρουν καὶ ἀπὸ ἕνα ἐπίθετο, ὁ Ἐσσάτ προτίμησε τὸ Μπουλζιὰτ Γιάνγιαλη (Ἐ σ σ ά τ ὁ Γιαννιώτης ) γιὰ νὰ τιμήσει τὶς γενέτειρες τῶν προγόνων του. Ἄν ἤθελε, τὸ λίγο καλαμπόκι ποὺ μοίραζαν στοὺς Χριστιανούς, θὰ τὸ ἔδινε στοὺς στρατιῶτες του, ποῦ πεινούσαν. Δὲν τὸ ἔκανε, ἄν καὶ τοὺς ἔβλεπε νὰ βγάνουν ρίζες στὰ χωράφια καὶ νὰ τὶς μασοῦν ὤμές. Χριστιανοὶ εἶδαν Τούρκους στρατιῶτες, φυγάδες τοῦ μετώπου, νὰ τριγυρίζουν στὰ σφαγεῖα γιὰ νὰ βροῦν κανένα πεταμένο παχὺ ἔντερο, νὰ τὸ ξεπλύνουν πρόχειρα στὸ νερὸ τῆς λίμνης καὶ νὰ τὸ καταπιοῦν ὤμό.
Ὁ Θεὸς ἄς ἀναπαύσει τὴ χριστιανικὴ ψυχὴ τοῦ μωαμεθανοῦ Ἐσσάτ ποὺ μπόρεσε καὶ ξεχώρισε τὸ χριστιανικὸ καθῆκον, ἀπὸ τὸ στρατιωτικό. Διαφορετικὰ oἱ Γιαννιῶτες Χριστιανοί δὲ θὰ ζοῦσαν γιὰ νὰ χειροκροτήσουν στὶς 21 Φεβρουάριου τοὺς ἐλευθερωτὰς ἀδελφούς τους, κι’ οὔτε θὰ δοκίμαζαν τὴν ἀνεκλάλητη χαρὰ τῆς Λευτεριάς.
* * *
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωΐ —21 Φεβρουάριου 1913— καλή μέοα μὲ λιακάδα, τ’ αὐτιά μας ξανατεντώθηκαν στὶς αὐλὲς καὶ πίσω ἀπὸ τὶς ἐξώθυρες. Ἡσυχία ἀπόλυτη. Μερικοὶ σκαρφαλώνουμε στὶς γειτονικὲς μεσοτοιχίες μήπως μάθουμε τίποτα. Συνεννοούμεθα μὲ τοὺς διπλανούς μας βουβά, μὲ χειρονομίες. Σηκώνουν ἐκεῖνοι τΙς πλᾶτες, σηκώνουμε κι’ ἐμεῖς τὶς δικές μας. Τὸ Μπιζάνι καὶ ἡ Γαστρίτσα μουγκά. Τὶ νὰ ἔγινε τάχα;
Ἄκοῦμε κάποιον νὰ περνάει ἀπὸ τὸ στενὸ σοκάκι τοῦ σπιτιοῦ μας. Κοιτᾶμε ἀπὂ τὴν κλειδωνιὰ τῆς αὐλόθυρας. Εἶναι γείτονας:
– Ἦρθαν, ἦρθαν! Χριστὸς άνέστη! Άγκαλιάσματα ἀσπασμοὶ στὸ στόμα, σύμφωνα μὲ τὸ γιαννιώτικο ἔθιμο τοῦ Πάσχα. Ἦρθαν «στοὺν Ἁγιάν’ τ’ς Μπ’νίλας».
Τρέχοντας, πήρα τὸ δημόσιο δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Ἄη – Γιάννη, λίγο πιὸ ἔξω ἀπὸ τὰ Γιάννινα. Συναντῶ τοὺς πρώτους πρωϊνούς 2 – 3 Γιαννιώτες ποὺ τρέχουν κι’ αὐτοὶ νὰ ἰδοῦν τοὺς ἥρωες ἀδελφούς. Συναντῶ τὸν Παῦλο Τζώρτζη, παντοπώλη τῆς συνοικίας μας, τὸν Διακαντώνη τῆς Ἁγίας Μαρίνας καὶ κάποιον ἄλλον ποὺ δέ θυμᾶμαι τώρα. Φτάνουμε στὸ Σιλιανὲ (σήμερα Ἀκραῖος — Σταθμός ἐφοδιαστικὸς ποὺ συστήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες μόλις μπήκαν). Στο «Χάνι Κατσίκη», ἐκεῖ ποὺ ὁ δρόμος διχάζεται, δεξιὰ γιὰ τὸ Μπιζάνι καὶ ἀριστερὰ γιὰ τὴ Γαστρίτσα, ἀντικρύζουμε τὸν πρῶτον Ἕλληνα. Μᾶς ἔτυχε ἕνα κοντὸ Εὐζωνάκι ξανθό, σκοπός μὲ ἐφ’ ὅπλου λόγχη. Τὸ κοντὸ Εὐζωνάκι συμβόλιζε τὴ μικρὴ Ἑλλάδα μὲ τὴν ἀνδρεία καρδιά. Ἐγὼ κι’ ὁ Παῦλος σκίσαμε τὰ φέσια μας. Τὰ ποδοπατήσαμε. Ποδοπατούσαμε τὸ σύμβολο τῆς σκλαβιᾶς, μπροστά σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐλευθερωτὰς μας. Ζήτω ἡ Ἑλλάς! Πέσαμε ἀπάνω στὸ Εὐζωνάκι καὶ τοῦ καταφιλούσαμε τὰ σγουρὰ του γένεια. Καταφιλούσαμε τὴν Ἑλλάδα. Ὁ Διακαντώνης μἠ μπορῶντας νὰ σκίσει κι’ αὐτὸς τὸ καλυμαύκι του, τὸ ἔβγαλε καὶ τὸ ἀνέμιζε στὸν ἀέρα. Θεός σχωρέστους. Οὕτε ὁ Παῦλος ζεῖ, οὔτε ὁ Διάκος. Τὸ Εὐζωνάκι ἆρα γε ζεί;
Ἀφήνω τὸν Εὔζωνα καὶ τοὺς συμπολῖτες μου καὶ προχωρῶ γιὰ τὸν Ἅη – Γιάννη. Ἀριστερά, μέσα στὸ χωράφι, βλέπω τὸν πρῶτο Τοῦρκο νεκρό. Πιὸ ἔξω, ἀριστερά, δεξιὰ καὶ ἄλλους καὶ ἄλλους. Ἀνάμεσά τους κι’ ἕνας Χότζας νεκρός. Στὰ χαντάκια ὅπλα καὶ ξιφολόγχες πεταμένες. Στὴν ἐξώθυρα τοῦ Ἅη – Γιάννη, κάτω ἀπὸ τὸ καμπαναρειό, βλέπω ὄρθιο, ἀκουμπισμένο στὸν τοῖχο καὶ παραδοσμένο στὶς σκέψεις του ἕνα ἀξιωματικό μὲ κοντὸ σφηνωτὸ μούσι. Ἔμοιαζε λίγο μὲ τὸν τελευταῖο μου Γυμνασιάρχη στὴ Ζωσιμαία, τὸν Πέτρο τὸν Ρώτα, γιατὶ κι’ ἐκεῖνος εἶχε λίγο μούσι, ὅπως συνηθίζονταν έκείνη τὴν ἐποχή. Ὁ ἀξιωματικός, ψηλὸ ἀνάστημα, λεβέντικο, εἶχε ἀνασηκώσει, μπαντίδικα (νταηλίδικα) κάπως —ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλο του τὸ δίκηο— τὸ πιλίκιό του καὶ τὸ εἶχε βάλει πρὸς τὰ πίσω. Κάπνιζε καὶ εἶχε πάρει τὸ ὕφος καὶ τὴ στάση ἀνθρώπου ποὺ ξεκουραζόταν ἀπὸ πολὺ δουλειά. Ἀπέναντι του, στὸν ὄχτο τοῦ δρόμου, ὅπου σήμερα τά καφενεία τοῦ προσφυγικοῦ χωριοῦ «’Ανατολή» ἄρχιζε ὁ καταυλισμὸς τῶν παλληκαριῶν του, βρεμένων ὡς τὴ μέση καὶ καταλασπωμένων. Πῶς πέρασαν τὴ «Λαγκάτσα», τὸν πάντα πλημμυρισιιένο αὐτὸ τὸ μῆνα κάμπον τοῦ Γιαννίνου, κι’ ἀπέκοψαν τὴ νύχτα τὸ τρομερὸ Μπιζάνι; Ρώτησα ποιὸς νἄηταν ὁ ἀξιωματικός. Ὁ ταγματάρχης Βελισσαρίου μοῦ ἀπάντησαν μὲ ὑπερηφάνεια τὰ εὐζωνάκια του. Πρώτη φορά ἄκουσα τὸ ὄνομα. Ἀργότερα μάθαινα ὅτι αὐτός ἦταν ποὺ κυνηγοῦσε κοπαδιαστά, μὲ τὸ τάγμα του μαζὶ μὲ τὸ τάγμα Ἰατρίδη, τοὺς Τούρκους καὶ μαύρισε ὁ κάμπος, ὅπους τοὺς βλέπαμε χτὲς ἀπὸ τὸ λόφο τῆς Περίλεφτης, ἀπὸ τὸ «λόφο Βελισσαρίου» ὅπως τὸν ὠνόμασαν σὲ λίγο οἱ Γιαννιῶτες ἀπὸ εὐγνιομοσύνη (2). Πήγα κοντά του. Τοῦ τράβηξα μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ
– – – – – – – – – – – – – – –
2. -Ὁ Βελισσαρίου σκοτώθηκε ὕστερα ἀπὸ λίγους μῆνες στὸ Κιλκίς, πολεμώντας τοὺς Βουλγάρους. Ἦταν ἀπὸ τὴν Κύμη. Ζεῖ σήμερα στὴν Ἀθήνα μιὰ γρηὰ ἀδελφὴ του, συνταξιοῦχος. Προϊστάμενη τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ».
τὸ ἀσπάστηκα, χαμογέλαγε πατρικά. Δε φαντάστηκα ὅτι εκείνη τη στιγμὴ μοῦ χαμογελούσε ή Δόξα που την ἔβλεπα «νά μετρᾶ με βιὰ τή γῆ…».
* * *
Γύρισα στὴν πόλη. Ὁ ἐνθουσιασμὸς ἔδινε κι’ ἔπαιρνε. Ἀλλὰ Ἕλληνες ἀκόμα στὰ Γιάννινα μέσα δὲν εἶχαν ἔρθει. Ὑπῆρχε καὶ διαταγὴ τοῦ Στρατηγείου κανένας στρατιώτης ἤ ἀξιωματικὸς μεμονωμένος δὲν ἔπρεπε νὰ μπεῖ. Τοῦτο, γιατὶ κατά τις 10 π.μ. τῆς 21 Φεβρουάριου, ἄρχισε νὰ μπαίνει πρῶτο τὸ σύνταγμα ἱππικοῦ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ὑποστράτηγο Σοῦτσο. Εὔσωμος, ψηλός, μὲ παχὺ στριμένο μουστάκι ὁ στρατηγὸς αὐτὸς καβάλα, στὸ ἀνάλογο μὲ τὴ φτιασιά του μεγαλόσωμο κοκκινωπὸ ἄλογό του, ἦταν ὅ,τι χρειαζόταν γιὰ νὰ ξυπνήσει μέσα μου τὴν εἰκόνα τοΰ Λεωνίδα, τοῦ Βασιλείου Βουλγαροκτόνου, τοῦ Κολοκοτρώνη. Ὁ Σοῦτσος ὁρίστηκε στρατιωτικὸς διοικητὴς στὰ Γιάννινα. Δὲν πῆγα στὴν Πλατεῖα ἤ ἀλλοῦ σὲ ἄλλες συνοικίες νὰ ἰδῶ τί γινόταν ἐκεῖ αὐτὲς τὶς ὥρες. Αὐτὰ ἄς τὰ περιγράψουν ἄλλοι αὐτόπτες, γιατὶ ἀποτελοῦν τὴν νεώτερη ἱστορία μας καὶ πρέπει νἆναι κάπου γραμμένα. Ἤμουνα πιὸ πολὺ «παιδὶ τῆς Καλούτσιας». Δὲν πολυαπομακρυνόμουνα ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη μου αὐτὴ συνοικία, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἐντυπώσεις μου εἶναι γύρω ἀπὸ αὐτὴ. Δὲν εἶχε περάσει πολλὴ ὥρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Σούτσου καὶ τὸν βλέπω ξαφνικὰ νὰ τρέχει καβάλα στ’ ἄλογό του στὸ Τζαμί τῆς Καλούτσιας γιὰ νὰ προστατεύσει τὸ λεηλατούμενο ἀπὸ συνοικιῶτές μου σπίτι τοῦ Γιουσοὺφ Μπράχου, ποὺ μὲ τοὺς δυὸ γυιούς του εἶχε γδάρει, εἶχε πολυβασανίσει τὴ χριστιανικὴ αὐτὴ Συνοικία. Τὴν ἴδια μέρα μπῆκε καὶ τὸ 7ο πεζικὸ σύνταγμα στὰ Γιάννινα γιὰ τὴν τήρηση τῆς τάξεως. Ὁ Κωνσταντῖνος ἐμπῆκε στὶς 22 Φεβρουάριου κατὰ τὸ μεσημέρι. Ἤμουνα στὸν Ἀκραῖο. Ἐκεὶ στὴ θέση «Χάνι Κατσίκη» κατέφθασε ὁ Διάδοχος τότε Κωνσταντῖνος, μὲ δυὸ γυιούς του, μὲ τὸν Γεώργιο καὶ κάποιον ἄλλον πρίγκηπα, νομίζω τὸν Ἀλέξανδρο, μέσα σὲ αὐτοκίνητο. Καβάλησαν τὰ ἄλογά τους καὶ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ Ἐπιτελείου του καὶ διαφόρων τμημάτων στρατοῦ καὶ μὲ μουσικὴ μπροστὰ ἡ πομπὴ μὲ τὸν Κωνσταντῖνο προχώρησε γιὰ τὴν πόλη. Ὁ λαὸς ἦταν συγκεντρωμένος στὴν Κεντρικὴ Πλατεῖα. Στὸ ἐξοχικὸ καφενεῖο, ποὺ τὄλεγαν τότε «Καζῖνο» τοῦ Νάσιου (Μπόγκα, μακαρίτη πατέρα μου) ἀκριβῶς στὸ δημοτικὸ φόρο καὶ ποὺ τὸ μνημονεύουν ὁ Κρυστάλλης καὶ ὁ Χρηστοβασίλης γιὰ τὶς πολλές καὶ ψηλές του λεῦκες ποὺ δὲν ὑπάρχουν πιά, περίμεναν οἱ ἐπίσημοι. Ὁ ’Άγγελος Τυπάλδος Φορέστης, τελευταῖος Ἕλληνας πρόξενος στὰ Γιάννινα, ἀνέλαβε τὶς παρουσιάσεις. Ἦταν ἐκεῖ ὁ Μπιλίνσκυ, Γενικὸς Πρόξενος τῆς Αὐστροουγγαρίας, διαβόητος γιὰ τὴ χάραξη —τὴν παραχάραξη— τῶν συνόρων μας πρὸς τὴ Β. Ἤπειρο, ὁ Ντυσσάπ τῆς Γαλλίας, ὁ πρόξενος τῆς Ἰταλίας, τῆς Ρωσίας, τῆς Ρουμανίας, ὁ Μητροπολίτης Γερβάσιος, ὁ βοηθός του ἐπίσκοπος Δωδώνης, ὁ Μουφτῆς, ὁ Ραβῖνος κ.ἄ. Μοῦ φαίνεται πὼς ἦταν, καὶ πρέπει νὰ ἦταν, καὶ ὁ τότε Τοῦρκος Δήμαρχος Γιαγιᾶ Μπέης, ὅστις ἔμεινε καὶ μετὰ τὸ «Ἑλληνικὸ» Δήμαρχος. Στὴν παρουσίαση ὁ Διάδοχος ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἔφιππος, ὅπως ἥρμοζε ἄλλως τε στὸ Νικητή. Χάρις στὸ προνόμοιο ποὺ ἔχουν οἱ νεαροὶ σὲ τέτοιες ὥρες, ἐπειδὴ ὁ κόσμος εἶχε τραβήξει γιὰ τὴν Πλατεῖα, ἐγὼ βρέθηκα μόνος ἐκεῖ καὶ μόλις δυὸ μέτρα ἀριστερὰ ἀπὸ τὸ ἄλογό του. Καὶ ἔβλεπα κάθε φορὰ ποὺ ἔσκυβε ἥ ἔδινε τὸ χέρι στοὺς παρουσιαζομένους, νὰ πάλλεται ἔντονα ἡ καρδιά του ἀπὸ συγκίνηση. Νὰ, ποὺ καὶ οἱ Βασιληάδες δὲ διαφέρουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, σκέφτηκα. Ἡ πομπὴ ξεκίνησε γιὰ τὸ κέντρο τῆς πόλης- Στὴ θέση Τζαμὶ τῆς Καλούτσιας ἀκούστηκε βόμβος ἀεροπλάνου. Ἦταν ὁ ἴλαρχος τότε Άδαμίδης (Μετσοβίτης), ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους – πρώτους ἀεροπόρους μας, ποὺ ἔκανε πανηγυρικοὺς ἐλιγμοὺς πάνω ἀπὸ τὴν πομπή. Στὸ περιστύλιο τοῦ τζαμιοῦ ἦταν πολλοὶ Τουρκογιαννιῶτες, ποὺ μὲ πρόσωπο λειψανιασμένο κοίταζαν κατὰ τὸν οὺρανό. Εἶχαν κατάφύγει στὸ τζαμί τους «ἱκέται», γιὰ τὸ φόβο σφαγῆς, ποὺ δὲν ἔγινε. “ Ἐντέλλομαι ὅπως εὶς τοὺς ἡττημένους πάντες ὦσι γενναιόφρονες, ὡς ἁρμόζει καὶ δὴ εἰς πολεμήσαντας ὑπὲρ ὑψηλοῦ ἰδανικοῦ» ἔλεγε ἡ διαταγὴ πρὸς τὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα. Ἄς παραβληθῆ αὐτή ή ἀντάξια πρὸς τὸ ἀρχαῖο πολεμικὸ ἑλληνικὸ ἦθος διαταγὴ μὲ τὴ διαταγὴ τοῦ τριήμερον ξεφαντώματος εἰς βάρος τῶν Βυζαντινῶν ποὺ εἶχεν έκδόσει ὁ Πορθητὴς μὲ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης. Στὴν Κεντρικὴ Πλατεῖα ἡ ὑποδοχὴ ὅπως μαρτυροῦν κι’ οἱ φωτογραφίες τῆς ἐποχῆς ἦταν ἀποθεωτική. Ὕστερα ἀπὸ τὴ Δοξολογία στὴ Μητρόπολη καὶ τὴ δεξίωση, ὁ Διάδοχος καὶ οἱ Πρίγκηπες κατέλυσαν στὸ σπίτι τοῦ Πύρρου Σακκελάριου, λίγο πιὸ ἐδῶ ἀπὸ τὴν παληὰ Ζωσημαία, δεξιὰ καὶ ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ μακαρίτη καθηγητοῦ μου Ἀλκ. Κυρούση. Ὁ Πύρρος Σακελλάριος, πατέρας τοῦ ἐκλεκτοῦ θεατρικοῦ συγγραφέα Ἀλέκου Σακελλάριου, ζεῖ τώρα στὴν Ἀθήνα καὶ “βασιλεύει”
Τὴν ἄλλη μέρα, πήγαμε πολλοί Γιαννιῶτες —τότε δὲν εἴχαμε ἀκόμα χωριστεῖ σὲ βασιλικοὺς καὶ βενιζελικούς. Τί μακαρία ἐποχή!— κάτω ἀπὸ τὸ μπαλκόνι καὶ φωνάζαμε… νὰ μᾶς βγάλει λόγο. Ὁ Διάδοχος ἦταν σοβαρὸς καὶ πεισματάρης. Ἐμεῖς δὲ φεύγαμε. Μὲ τὰ πολλά ἀποφάσισε, βγῆκε στὸ μπαλκόνι καὶ μᾶς εἴπε μὲ τὴ βαρειά του φωνή : Ζήτω τὰ Γιάννινα !
Τὴν ἴδια μέρα —22 Φεβρουαρίου— ἐπιτράπηκε στὸ στρατὸ νὰ ἐλευθεροκοινωνήσει μὲ τὸν πληθυσμό. Καὶ τὰ σπίτια τοὺς δέχτηκαν τὸ βράδυ, καὶ τοὺς περιποιήθηκαν. Θυμᾶμαι εἴχαμε φιλοξενήσει τὸ βράδυ ἐκεῖνο δυὸ φαντάρους στὸ ἕνα δωμάτιο κι’ ἕναν ἄλλον ὀνόματι Ἡρακλῆ Σακελλαρίου, στὸ ἄλλο. Τὸν θυμᾶμαι, γιατὶ αὐτὸς μπῆκε στὰ Γιάννινα ὄχι μὲ τὸ στρατὸ, ἀλλὰ κατόπιν εἰδικῆς ἀδείας. Ἦρθε ἀπὸ τὸ Μπιζάνι ὥς δρομέας μὲ σόρτς κι’ ἐπειδὴ γιὰ πρώτη φορὰ ἐρχόταν καὶ μὴ ξέροντας ὅτι κέντρο τῆς πόλης ἦταν ἡ πλατεῖα, ὅπου καὶ τὸ μεγάλο Ρολόϊ “τερμάτισε” στὴν πλατειοῦλα τοῦ Τζαμιοῦ τῆς Καλούτσιας. Κάπου πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸν βρῆκα καὶ τὸν πῆρα σπίτι μου νὰ τὸν φιλοξενήσω. Καὶ τὸ πρωφιλόξενο δῶρο ποὺ ἔκαμε στὸν ὑψηλόσωμο Ἠρακλῆ τὸ χαμηλόπορτο ἐσωτερικὸ σπίτι —γιὰ λόγους ἀσφαλείας— ἦταν μιὰ μεγάλη… καρούμπα στὸ κεφάλι του. Ἤταν, ὅπως μοὺ ἔλεγε, τῆς Σωματικῆς Ἀγωγῆς διδάσκαλος, σπουδασμένος στὴ Σουηδία. Ἄν ζεῖ καὶ διαβάσει αὐτὲς τὶς γραμμές καὶ μοῦ γράψει, πολὺ θὰ μ’ εὐχαριστήσει.-
Σχολιάστε