Ιστότοπος για τους Φιλιατες και οχι μονο- με νέα και παλιά, ειδήσεις και σχόλια, λαογραφικά και φωτογραφικά θέματα και την εφημεριδα μας ¨τα ΝΕΑ των Φιλιατών¨ σε ηλεκτρονική μορφή


(ο εκκλησιαστικός τουρισμός και η συνεισφορά του είχαν επισημανθεί έγκαιρα από τον Ηγούμενο Μεθόδιο- της Ι.Μ. Γηρομερίου- ¨εφημ. ΝΕΑ των Φιλιατών¨φ.135-6 Αυγουστος 2010    

 ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

                   ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ                                                           

                  

                          Image

  

Αρχιμ. Μεθόδιου Δελή- Ηγούμενου της Ι.Μ. Γηρομερίου Image

Σε κοντινή απόσταση, στον δρόμο που ενώνει τους Φιλιάτες με τα Ιωάννινα, μέσω Κεραμίτσας και Βροσίνας, μέσα στο χωριό Κοκκινολιθάρι, βρίσκεται και ο Άγιος Μηνάς, το Μετέωρο της Ηπείρου, ένα από τα πλέον γραφικά αξιοθέατα του νομού Θεσπρωτίας.

Η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων και καλύπτεται με ένα μεγάλο πλήθος θρύλων και παραδόσεων, που διατηρήθηκαν από γενιά σε γενιά ως τις μέρες μας. Λέγεται, ότι η αρχική του ονομασία ήταν Εικονολιθάρι, επειδή κάποτε – άδηλο πότε – βρέθηκε η εικόνα του Αγίου Μηνά επάνω στον βράχο και κατόπιν κτίστηκε ο Ναός στο όνομα του Αγίου. Άλλη εκδοχή λέει ότι ο βράχος όπου βρίσκεται ο Ναός του Αγίου Μηνά βρισκόταν κάπου ψηλότερα. Κάποτε κύλισε από την αρχική του θέση και στάθηκε στο μέρος που είναι τώρα, με τα κτίσματα επάνω του, χωρίς να πάθει τίποτε. Άλλη παραλλαγή της αναφέρει, ότι όλος ο τόπος γύρω από τον Άγιο Μηνά, βούλιαξε κάποτε και έμεινε μόνο ο βράχος να ορθώνεται, με το Ναό στην κορυφή του.

Τα ιστορικά στοιχεία που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα, μας πληροφορούν ότι ο Άγιος Μηνάς ήταν ένα από τα παλαιότερα Μετόχια, δηλαδή ανήκε στην δικαιοδοσία της Μονής Γηρομερίου, τουλάχιστον από το 1667, όπως αποδεικνύεται από πατριαρχικό σιγίλιο. Μέχρι πρόσφατα, είχε δικά του κτήματα καθώς και κοπάδια με ζώα. Παράλληλα αποτελούσε σημαντικό προσκύνημα για τους κατοίκους της περιοχής, καθώς είχε περιβληθεί από νωρίς με τη φήμη των θαυμάτων, τα οποία οι κάτοικοι διηγούνται μέχρι σήμερα με περισσή ευλάβεια.

Ανηφορίζοντας για τον Τσαμαντά, συναντούμε τη Μονή Αγίου Γεωργίου Καμύτσιανης. Από επιγραφές πληροφορούμαστε, ότι η ανοικοδόμησή της άρχισε το έτος 1758 και ολοκληρώθηκε το 1773 από τον κτήτορα Παϊσιο ιερομόναχο επί των ερειπίων προϋπάρχουσας Μονής, την οποία βρήκε ερειπωμένη. Υπήρξε πλούσια κοινοβιακή Μονή, με μεγάλη περιουσία και αρκετούς Μοναχούς. Μαρτυρείτε ακόμη και η ύπαρξη σπουδαία βιβλιοθήκης. Σήμερα σώζεται μόνο το Καθολικό, που ανήκει στο ρυθμό των τετρακιονίων σταυροειδών μετά τρούλου. Οι τοιχογραφίες, έργα ηπειρωτών καλλιτεχνών, φιλοτεχνήθηκαν το 1789, και είναι ένα υπέροχο αγιογραφικό σύνολο, ίσως το μοναδικό που διατηρείται σε όλη τη Θεσπρωτία. Τα ξυλόγλυπτα χρονολογούνται και αυτά στην εποχή της ανακαινίσεως (18ος αιώνας).

Λίγο πιο πέρα, κάτω από το χωριό Βαβούρι, κτισμένη επάνω σε ένα καταπράσινο χαμηλό λόφο, βρίσκεται η Μονή Αγίου Αθανασίου. Αν και δεν είναι γνωστή η εποχή της ιδρύσεώς της, πιθανότατα δεν είναι παλαιότερο του 17ου ή 18ου αιώνα, ενώ δεν φαίνεται να είχε μεγάλο αριθμό μοναχών. Στα χρόνια του 2ου παγκοσμίου πολέμου πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς, ως κρησφύγετο των αγωνιστών της Αντίστασης. Σήμερα σώζεται το ανακαινισμένο Καθολικό, το Κωδωνοστάσιο στην πύλη της Μονής καθώς και ελάχιστα κτίσματα.

Ανάμεσα στα χωριά Λεπτοκαρυά και Χαραυγή των Φιλιατών, κοντά στη Λαγκάβιτσα, ένα από τους παραποτάμους του Καλαμά, βρίσκεται η Μονή Αγίας Μαρίνας Λύκου. Όπως αποδεικνύεται από σωζόμενη σφραγίδα του 1731, η Μονή προϋπήρχε ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα τουλάχιστον. Το σημερινό Καθολικό κτίστηκε, σύμφωνα με εντοιχισμένη επιγραφή, το 1827. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, οι κτήτορες του Καθολικού, ο Πριμηκύρης και η σύζυγός του Μαρίνα, οι οποίοι παλαιότερα ζούσαν στα μέρη της Βλαχίας και ήταν αρκετά πλούσιοι, ακολούθησαν τη μοναχική ζωή και μόνασαν εκεί. Η Μονή διατηρήθηκε σε ακμή όσο ζούσαν οι κτήτορες, αλλά μετά τον θάνατό τους περιήλθε σε παρακμή, ώσπου διαλύθηκε οριστικά. Σήμερα σώζεται σε καλή κατάσταση το ευρύχωρο μονόκλιτο Καθολικό με το θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ το υπόλοιπο κτιριακό συγκρότημα είναι ερειπωμένο.

Νοτιότερα από τον ορεινό όγκο της Μουργκάνας, σε πιο ήπια εδάφη, κτισμένη στα αριστερά του δρόμου της Ηγουμενίτσας προς Σαγιάδα, επάνω σε λόφο με ελαιόδενδρα και θέα προς τη θάλασσα, βρίσκεται η Μονή Ραγίου. Είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και η ίδρυσή της ανάγεται στον 12ο ή 13ο αιώνα, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτα τεκμηριωμένο. Σύμφωνα με διάφορες εκδοχές, η ονομασία της Μονής προέρχεται πιθανώς από τις λέξεις ιερό και άγιο (ιεράγιο – Ράγιο) ή από την τουρκική λέξη ράγι – ράι, που σημαίνει φόρος ή ακόμη και από την βλαχικής προελεύσεως λέξη ράι, που σημαίνει παράδεισος.

Λέγεται ότι, λόγω της θέσεώς της λεηλατήθηκε πολλές φορές. Η μεγαλύτερη καταστροφή όμως, συνέβη κατά τον 18ο αιώνα, εποχή κατά την οποία λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε οι δε μοναχοί σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους. Η κατεστραμμένη Μονή ανακαινίσθηκε το 1865 από τον Ηγούμενο της κοντινής Μονής Σούβλιασης Αρχιμανδρίτη Ναθαναήλ, μετέπειτα Μητροπολίτη Προύσης. Επί των ημερών της ηγουμενίας του η Μονή έφθασε σε μεγάλη ακμή και απέκτησε μεγάλη περιουσία. Το 1924 όμως διαλύθηκε και υπήχθη στη Μονή Γηρομερίου, ως Μετόχι.

Σήμερα σώζεται το Καθολικό ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού τύπου, με πρόναο, τρούλο και χορούς στο Κυρίως Ναό, δύο προεκτάσεις στα νότια του ιερού σαν παρεκκλήσι και σκευοφυλάκιο, καταγράφω από τοιχογραφίες, δυστυχώς κατεστραμμένες σε μεγάλο βαθμό. Διατηρούνται ακόμη ένα τμήμα της πτέρυγας των κελιών και μια δεξαμενή ομβρίων υδάτων.

Σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία, κοντά στο χωριό Πέρδικα, βρίσκεται η Μονή του Αγίου Αθανασίου. Οι ελάχιστες πληροφορίες που διασώθηκαν δεν μας διαφωτίζουν επαρκώς σχετικά με την ιστορική της πορεία. Σώζεται σε καλή κατάσταση το Καθολικό της Μονής και το μικρό κτιριακό συγκρότημα. Συνέχεια στο επόμενο…

Στην είσοδο του κόλπου της Ηγουμενίτσας, βρίσκεται το Αγιονήσι, μια κατάφυτη νησίδα, όπου βρίσκεται η Μονή της Παναγίας. Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε, αλλά σύμφωνα με βενετσιάνικο χάρτη, υφίσταται τουλάχιστο από το 1654. Εξ αιτίας της θέσεως του νησιού, πιθανό να λεηλατήθηκε και καταστράφηκε. Σήμερα σώζεται το μονόχωρο Καθολικό, ένα πηγάδι, καθώς και κάποια ερείπια των κτιριακών εγκαταστάσεων.

Στην περιοχή της Παραμυθιάς, κοντά στο χωριό Καλλιθέα, και σε πανοραμική τοποθεσία, βρίσκεται κτισμένη από το 1652 η Μονή Παγανιών, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Πιθανώς η ονομασία της προέρχεται από τη διαδικασία του οργανωμένου κυνηγιού (παγάνα-παγανιά). Ιδρυτής της ήταν ο ιερομόναχος Ιωακείμ και υπήρξε πλούσια Μονή με σημαντική δράση και προσφορά. Σήμερα διατηρείται σε καλή κατάσταση το μονόχωρο Καθολικό της, αγιογραφημένο την εποχή της ιδρύσεως, ενώ το υπόλοιπο κτιριακό συγκρότημα είναι πρόσφατα ανακαινισμένο. Συνέχεια στη 6η σελίδα

   Από τη Μονή της Παναγίας Παραμυθίας, πήρε πιθανώς το όνομά της η πόλη της Παραμυθιάς. Κτίστηκε στο β’ μισό του 13ου αιώνος, νοτιοδυτικά της πόλεως και το Καθολικό της ανήκει στον τύπο του δίστηλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με νάρθηκα και αντί τρούλου στη διασταύρωση των κεραιών υψώνεται καμάρα. Δεν διασώθηκαν πολλές πληροφορίες σχετικά με την ιστορική πορεία της Μονής. Κατά την παράδοση, στο Καθολικό της Μονής διαφυλάχθηκαν για λίγο διάστημα, τα λείψανα του Αγίου Σπυρίδωνος και της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας, κατά τη διαδρομή τους από την Κωνσταντινούπολη στη Κέρκυρα. Εκεί επίσης, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ετάφη το λείψανο του Αγίου Νεομάρτυρος Αναστασίου του εκ Παραμυθίας. Ένα από τα πιο αξιόλογα σωζόμενα κειμήλια είναι ο χρυσοκέντητος Επιτάφιος του 1587, έργο του Μοναχού Αρσενίου από τα Μετέωρα.

Το θρησκευτικό πλούτο της περιοχής συμπληρώνουν αρκετά ακόμη μνημεία, που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη τη θεσπρωτική γη. Η Αγία Παρασκευή του Κουγκίου, αλλά και οι άλλοι Ναοί στο ξακουστό Σούλι, οι ναοί στον ιστορικό οικισμό της Οσδίνας, η μεσοβυζαντινή βασιλική της Γλυκής, η Μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στη Βέλιανη, η Αγία Κυριακή στο Γαρδίκι, που σώζεται από τον 14ο αιώνα, ο Άγιος Δημήτριος στο Καμίνι, από τον 13ο αιώνα, η Μονή Μεταμορφώσεως της Πλακωτής, από τον 14ο αιώνα και η Μονή της Παναγίας στη Μίχλα, είναι κάποια από αυτά. Αξιόλογα επίσης είναι και τα δύο ασκητήρια του Αγίου Αρσενίου στη Βέλιανη και στο Μορφάτι.

Σημαντικό μέρος της θρησκευτικής παραδόσεως στο θεσπρωτικό χάρτη των μνημείων, εκτός των μοναστηριών διασώζουν και οι εκκλησίες των χωριών, οι οποίες κτίστηκαν από τους παλαιούς κατοίκους αυτής της γης, για να λατρέψουν το Θεό στα πλαίσια της ενορίας και αποτελούσαν το κέντρο της καθημερινής τους ζωής. Όλα τα διατηρημένα παραδοσιακά χωριά της επαρχίας Φιλιατών, αλλά και σε διάφορα άλλα στην υπόλοιπη Θεσπρωτία, υπάρχουν ναοί, που διασώζουν αρκετά στοιχεία της τοπικής εκκλησιαστικής παράδοσης και συμπληρώνουν αυτό το χάρτη. Όμως, σχεδόν παντού υπάρχουν έντονα τα σημάδια της αλλοίωσης, που σημαδεύουν ανεπανόρθωτα την εικόνα της παράδοσης.

Το τελευταίο μισό του εικοστού αιώνα στην Ελλάδα, χαρακτηρίστηκε από τη μαζική εγκατάλειψη της υπαίθρου και τη μετανάστευση, που έφερε την ερήμωση στα χωριά και ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές, όπως η Ήπειρος. Η εργασία και η οικονομική πρόοδος των ξενιτεμένων, δεν άφησε ανέγγιχτα τα χωριά, αφού οι περισσότεροι, αν και ζούσαν μακριά, δεν έκοψαν την επαφή τους με τις πατρογονικές τους ρίζες. Έτσι, ήδη από τη δεκαετία του 1960, και κυρίως με χρήματα των μεταναστών, άρχισαν να εκτελούνται εργασίες ανάπλασης και ανακαίνισης τόσο των σπιτιών, όσο και των λοιπών χώρων και κτισμάτων. Μέσα σ’ αυτές τις διαδικασίες ανακαίνισης όμως, κυριάρχησε ένα πνεύμα αντιπάθειας για κάθε τι παλαιό, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του, σε σημείο ώστε σήμερα μόλις και μετά βίας να μπορεί κανείς να διακρίνει κάποια ελάχιστα στοιχεία παράδοσης σε χώρους, που μέχρι τότε διέσωζαν ανόθευτη την ιστορική τους πορεία. Χωριά ολόκληρα, με σπίτια κτισμένα με καλοδουλεμένη πέτρα και στεγασμένα με ντόπιας προέλευσης πλάκα, αντικαταστάθηκαν με σύγχρονες οικοδομές χτισμένες με τούβλα και τσιμέντο. Όσο για τις στέγες, στην καλύτερη περίπτωση χρησιμοποιήθηκαν κεραμίδια. Άλλωστε, κανένας τεχνίτης δεν δούλευε πλέον την πέτρα και την πλάκα. Οι πλατείες καλύφθηκαν με τσιμεντόπλακες, τα λιθόστρωτα καλντερίμια σκεπάστηκαν με τσιμέντο, οι πέτρινες καμάρες αντικαταστάθηκαν με οπλισμένο μπετόν, οι βρύσες εγκαταλείφθηκαν…

Από τους πρώτους χώρους, που εφαρμόστηκαν αυτές οι δραστηριότητες ήταν οι εκκλησίες, οι οποίες λόγω του ισχυρού θρησκευτικού συναισθήματος των ανθρώπων, είχαν την τιμητική τους. Μη εκτιμώντας την αξία της δημιουργίας των παλαιοτέρων καλλιτεχνών, κυριάρχησε το σύνθημα «να φτιάξουμε τα παλιά», πράγμα που σε πολλές περιπτώσεις έφτασε στο σημείο της εκ θεμελίων κατεδάφισης των παλαιών ναών και της αντικαταστάσεώς τους με νεώτερες κατασκευές. Οι ναοί που δεν ανακαινίστηκαν εξ ολοκλήρου υπέστησαν τεράστιες επεμβάσεις, οι οποίες άλλαξαν εντελώς την μέχρι τότε όψη τους εσωτερικά και εξωτερικά. Οι τοιχοποιίες καλύφθηκαν με σοβά και βάφτηκαν, τα πλακόστρωτα δάπεδα αντικαταστάθηκαν με μωσαϊκά ή ακόμη και με τα συνηθισμένα πλακάκια, παλαιά τέμπλα και εικόνες αλλάχτηκαν και αχρηστεύθηκαν, γυάλινα φωτιστικά μπήκαν στη θέση των μπρούτζινων πολυελαίων, ενώ ακόμη και τα – πολλές φορές – μεγάλης αξίας ασημένια ιερά σκεύη (δισκοπότηρα, θυμιατήρια, εξαπτέρυγα, σταυροί κ. ά.) παραμερίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από τα ευτελή κράματα μετάλλου, που γυαλίζουν περισσότερο…

Όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, συνέβησαν όχι με κακή αλλά με καλή πρόθεση και μάλιστα με την καταβολή μεγάλων χρηματικών ποσών. Συνέβησαν όμως, σε συνδυασμό με μεγάλη δόση άγνοιας, η οποία δεν είχε να κάνει μόνο με την επαρχία και τα χωριά και τους κατοίκους της. Ας μη λησμονούμε, πως την ίδια περίοδο, καταστράφηκε από την τσιμεντοποίηση και την άναρχη, άκρατη και εντελώς ακαλαίσθητη δόμηση η ιστορική και μέχρι τότε κομψή και υγιεινή πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους μας, η Αθήνα. Θα ήταν μάλλον ρομαντισμός και στην πράξη ακατόρθωτο να διαφύγει από την ίδια μοίρα η επαρχία. Όμως, το ρολόι του χρόνου δυστυχώς, δεν γυρίζει πίσω. Ό γέγονε γέγονε. Το ζητούμενο είναι εμείς, οι οποίοι έχουμε σήμερα στα χέρια μας την ευθύνη της διαχείρισης της ζωής μας, να αντιληφθούμε το δικό μας χρέος και με θετικό τρόπο να βαδίσουμε την πορεία μας στο χρόνο.

Ο πολιτισμός δεν είναι υπόθεση μόνο της ιστορικής έρευνας και ούτε εξαντλείται στις προθήκες των μουσείων. Είναι στοιχείο της καθημερινότητάς μας και ουσιαστικά είναι η ίδια μας η ζωή. Είναι η δημιουργία αλλά και η απόλαυση μέσα στην ανθρώπινη ζωή και δραστηριότητα. Ιδιαίτερα σήμερα, που μετά από την απαξίωση δεκαετιών, το γνήσιο και το παραδοσιακό επανέρχονται πάλι στη ζωή μας και αναγνωρίζεται η αξία τους και η διαχρονικότητά τους. Σήμερα είναι ευκαιρία, που η παράδοση όχι μόνο αναγνωρίζεται, αλλά προστατεύεται και χρηματοδοτείται, να περισώσουμε και να αναδείξουμε, ότι κατόρθωσε να μείνει ανέπαφο. Προσπαθώντας ακόμη περισσότερο, ίσως πετύχουμε να αποκαταστήσουμε και εκείνα, που τα σφάλματα του παρελθόντος αλλοίωσαν σε μεγάλο βαθμό. Η χριστιανική παράδοση άλλωστε, φέρει μέσα της τη δική της δυναμική, που δοκιμάστηκε στο χρόνο και μπορεί να δώσει ολοκληρωμένες απαντήσεις στα αναπάντητα ερωτήματα του ανθρώπου και λύσεις στα σημερινά του αδιέξοδα.

Κάθε ανθρώπινη γενιά, αφήνει τα δικά της σημάδια στο χρόνο που περνάει και κρίνεται για τις επιλογές της. Κάθε νεώτερη γενιά επίσης διεκδικεί για τον εαυτό της τα καλύτερα και κυρίως την πρόοδο του πολιτισμού, σε σχέση με τις προηγούμενες. Ένα στοιχείο που κρίνει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία του αγώνα και των προσπαθειών της καθεμιάς είναι η σχέση τους με το παρελθόν. Κατά πόσο δηλαδή, χρησιμοποιεί και στηρίζεται στα επιτεύγματα των παλαιοτέρων, αλλά και διδάσκεται από τα σφάλματα και τις αποτυχίες τους. Σήμερα, το ερώτημα αυτό απευθύνεται σε μας και το βάρος της απάντησης πέφτει στη δική μας γενιά. Ποια θα είναι η απάντηση, ο χρόνος θα δείξει.

 

 

Comments on: "ο εκκλησιαστικός τουρισμός στη Θεσπρωτία" (1)

  1. neafiliaton's avatar

Σχολιάστε

Ετικετοσύννεφο