απο τις αναμνήσεις του Πολ Μαντέλου

Στο Φιλιάτι είχαν έρθει κάποιοι Άγγλοι, οι οποίοι φτιάξανε τα «ελβετικά σπίτια» όπως τα λέγανε. Τώρα από πού ήρθαν τα χρήματα δεν θυμάμαι. Φτιάξανε πολύ ωραία σπιτάκια σε ένα μέρος των Φιλιατών και βολεύτηκαν φτωχές οικογένειες. Είχαν πιάσει φιλία με τους Φιλιαταίους. Κάποιοι παντρεύτηκαν φιλιατιώτισες. Ο μεγάλος μορφωμένος, παντρεύτηκε την Λίλη του μικρούλη. Ο Ροτζιας παντρεύτηκε την κόρη του Γ. Κυρίτση για αυτό όλοι τον λέγανε Γκουτ Μπαι Κυριτση. Το ανατρεπόμενο το οδηγούσε ο Τόνυ, με μούσι και με χοντρές μπότες κοντές. Μιαν ημέρα ξεκίνησε με ένα σακίδιο στην πλάτη, τρόφιμα, και κουβέρτες, και ανέβηκε από του Τζούμα στο βουνό. Φαρμακοβούνι το λέγανε, έτσι γιατί εκεί έκανε τρομερό κρύο χειμώνα καλοκαίρι. Τα κατάφερε έκανε ένα βράδυ, έβγαλε φωτογραφίες πολλές και την άλλη η μέρα κατέβηκε το βουνό στο χωριό Τζούμα. Εκεί τον πιάσανε τα ΤΕΑ που φυλάγανε. Έτσι γινόταν τον καιρό εκείνο, τον πέρασαν για κατάσκοπο, δεν καταλάβαιναν τι τους έλεγε, τον δέσανε τον κάνανε και τουλούμι στο ξύλο και τον φέρνανε για το Φιλιάτι να τον παραδώσουν στα ΤΕΑ. Στην διοίκηση όταν φτάσαμε κοντά στο Φιλιάτι σταμάτησαν να πιούν ένα καφέ σε ένα καφενείο κοντά στο ποτάμι, εκεί ο καφετζής που δούλευε με την γυναίκα του, τους είπε «τι κάνετε μωρέ αυτός είναι ο Τόνυ ο Άγγλος που μας κάνει σπίτια δωρεάν» έτσι τον λύσανε και τον άφησαν να φύγει. Αυτό το πάθημα το έμαθε όλο το Φιλιάτι και του λέγανε «Τόνυ πάμε στο Φαρμακοβούνι;» «Νο νο, τους έλεγε ΤΕΑ Τζούμα ξύλο πολύ εμένα» Τα γέλια που γινότανε δεν περιγράφονταν.
Σχολιάστε