ΝΕΑ ΚΑΤΟΨΗ
Του π. Ηλία Μάκου
Είναι φανερό, πλέον, ότι τα χωριά στη Θεσπρωτία ερημώνουν… Και δυστυχώς, όλα δείχνουν ότι δεν υπάρχει επιστροφή.
Σύμφωνα με την επίσημα στοιχεία της απογραφής του 2022, που ανακοινώθηκαν πρόσφατα,14 κοινότητες στη Θεσπρωτία έχουν από 1 έως 30 κατοίκους.
Πρόκειται για την Κρυόβρυση (έχει εγκαταλειφθεί εδώ και δεκαετίες, όταν καταστράφηκε από τους σεισμούς) με 1 κάτοικο, την Ελαταριά με 4 κατοίκους, τον Πλάτανο με 7, το Κουρεμάδι με 8, την Μηλέα με 10, το Κρυονέρι με 11, την Δρίμιτσα με 14, το Βαβούρι με 15, τον Παλαμπά με 16, την Αγία Κυριακή με 17, την Φανερωμένη με 19, την Σαλονίκη με 20, την Λίστα με 22 και τον Γεροπλάτανο με 29.
Και να σκεφτεί κανείς ότι σ ε κάποια από αυτά τα χωριά το χειμώνα, κυρίως, μένουν λιγότεροι απ’ όσοι απογράφησαν, γιατί υπήρχε η δυνατότητα ηλεκτρονικής απογραφής εξ αποστάσεως.
Το ίδιο ισχύει και για τα χωριά, που δεν είναι λίγα, με 30-50 κατοίκους.
Κυριεύεται κανείς από μια απέραντη μελαγχολία, από την εικόνα ερήμωσης, που αντικρύζει, η οποία είναι «πένθιμη».
Μια «ταφόπλακα» εγκατάλειψης πλανιέται πάνω από αυτά, αλλού μεγαλύτερη, αλλού μικρότερη, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις είναι αποκαρδιωτική η κατάσταση.
Λίγοι αποκαμωμένοι γέροντες, λίγες σκυρτωμένες γερόντισσες και που και που και ορισμένοι μεσήλικες, σχεδόν καθόλου παιδιά, που κάποτε με τα γέλια και τα παιχνίδια τους ομόρφαιναν τα χωριά.
Και όπου υπάρχουν είναι Αλβανικής κατά κανόνα καταγωγής, από γονείς, που κάνουν μεροκάματα.
Οι νέοι δεν έχουν περιθώρια να μείνουν στα χωριά τους, αφού η ενασχόληση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως λένε, δεν τους αποδίδει πλέον τίποτα και δεν αρκεί για να επιβιώσουν.
Μια γερόντισσα, κανέναν άλλον, με κάτι πουρναρόκλαδα ζαλωμένη, για προσάναμα, βρήκαμε στον άδειο δρόμο χωριού, όπου δεν λειτουργεί ούτε καφενείο!
Και νιώσαμε, από τις λίγες κουβέντες μαζί της, χήρα ήταν και ζούσε μοναχή της, με τα παιδιά της μακριά της, ότι τούτη η απλοϊκή γυναίκα δεν μοιάζει καθόλου με τον συχνά παραφουσκωμένο από ανόητο πρωτευουσιανοεγωϊσμό και τον γεμάτο αγχώδη μέριμνα κόσμο των αστικών κέντρων.
Αισθανθήκαμε, μέσα από την απλότητά της, την ταπεινή αρχοντιά και τον αληθινό πλούτο της επαρχιώτικης καρδιάς.
Και οι παππούδες και οι γιαγιάδες πεθαίνουν μόνοι, πριν μερικές ημέρες δύο ηλικιωμένες αδελφές σε χωριό, που ζούσαν μαζί, βρέθηκαν νεκρές στο σπίτι τους, και κάθε φορά, που λυπητερά χτυπά η καμπάνα, σημαίνει ότι η επαρχία όλο και σβήνει…
Παλαιότερα έβλεπες χωράφια καλλιεργημένα, ενώ κυπροκούδουνα ζώων αντιλαλούσαν στα λαγκάδια, τώρα οι εκτάσεις γέμισαν από αγκαθιές, ενώ τα ζωντανά έχουν μείνει ελάχιστα. Και πουθενά, μα πουθενά, δε βλέπεις τα εξαφανισμένα πια συμπαθέστατα γαϊδουράκια, που ούτε δείγμα τους δεν υπάρχει.
Τα τζάκια των σπιτιών, που κάποτε κάπνιζαν, τώρα είναι παγερά, αφού τα περισσότερα σπίτια είναι ακατοίκητα και ερμητικά κλειστά.
Όσο και αν δεν το καταλαβαίνουμε, είναι εθνικής, ναι εθνικής, σημασίας θέμα να αναστραφεί αυτή η εγκατάλειψη των χωριών, γιατί «Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα», όπως έλεγε ένα σύνθημα.
Γι’ αυτό, πρέπει να προληφθεί ο ολικός αφανισμός των χωριών, που, αν δεν υπάρξουν ουσιαστικές παρεμβάσεις, σε λίγο καταφθάνει.
Σχολιάστε