Ας ήτανε αληθινόοοοοό…
το όνειρο τ’ αποψινό…


του Σέα Γκίκα
Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα το ταβάνι. Μ’ είχε ξυπνήσει το γκρ γκρρρ από το τρίκυκλο του Μηνά Γιόγιακα που πάενε στο καφενείο του Κίτσιο Σόρογκα για καφέ.
Ήτανε Μάης μήνας, είχε βρέξει και η μυρωδιά από το βρεγμένο χώμα της πλατέας ανακατεμένη με την μυρωδιά από τις ανθισμένες ακακίες ήταν φανταστική. Η κάτω πλατέα, εκεί στην άκρη της ήταν το σπίτι μου, δεν είχε στρωθεί ακόμη, ήτανε με χώμα και κάπου κάπου φύτρωνε κάνα χορτάρι, γομαράγκαθα και τέτοια. Η μάννα είχε ανοίξει το παράθυρο να αεριστεί το σπίτι. Ο ήλιος έβγαινε απ’ τη ράχη, απ’ το σπίτι της Σωτήρη Κίτσιαινας κι ανέβαινε σιγά σιγά ροδίζοντας τον ουρανό. Σκώθηκα πήρα μια καρέκλα και έκατσα στο παράθυρο κουμπώνοντας τα χέρια στο περβάζι. Τήραξα από κάτω ο πατέρας μου κάθονταν σε μια πολυθρόνα με τις μπυτζάμες του και ρούφαγε τον καφέ…
Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.412 επιπλέον λέξεις
Σχολιάστε