του αείμνηστου Σπύρου Καλογήρου
Κίναγαν, όπου λες, χαραή, τα γομάρια αραδιασμένα, δεμένα το ένα απ’το σκαρδέλι τ’αλλουνού και κοντά οι γυναίκες να μη μαζεύουν τσιαγούλι. Εμείς τα κούτσικα, με την τσίμπλα στο μάτι, ξυπόλυτα, με κάτι ποδαράκια σαν τσακνα, περβατάγαμαν να προκάνουμε τους μεγάλους. Πηγαίναμαν στον κάμπο να μάσουμε το καλαμπόκι. Στα μεσοσάμαρα οι ζιάκες και κανένα σκουτί για ώρα ανάγκης και τα σακούλια κρεμασμένα με κανένα κριτσιέλι ψωμί, λίγο τυρί και τη μπούκλα με το νερό. Οι γυναίκες ήταν πολλές, γιατί έκαναν δανεικά, καμιά βολά μαζί με τα γομάρια τους. Εμείς τραβάγαμαν τα γομάρια φορτωμένα να τα πάμε στο σπίτι και να τα φέρομε πάλι πίσω. Οι τζιούφες είχαν κοπεί και είχαν γίνει σταβιές. Τα βόγια και τα γομάρια είχαν βγει από τα κατώγια, γιατί εκεί θα μαζεύονταν το καλαμπόκι για να γένει ο ξέφλος. Όταν γιόμισαν οι ζιάκες, οι γυναίκες φόρτωναν τα ζώα, τα διναν στ’εμάς να τα…
Δείτε την αρχική δημοσίευση 740 επιπλέον λέξεις
Σχολιάστε